-
1 εφυδρος
-
2 επυδρος
-
3 ζεφυρος
ὅ (часто с прописн. Z)(лат. Favonius) зефир, западный или северо-западный ветер (δυσαής, αἰὲν ἔφυδρος Hom.; ψυχρός, но тж. εὐδιεινὸς καὴ ἥδιστος и καυματώδης Arst.)
Βορέης καὴ Ζ., τῶτε Θρῄκηθεν ἄητον Hom. — Борей и Зефир, оба дующие из Фракии
См. также в других словарях:
ἔφυδρος — moist masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφυδρος — η, ο (ΑΜ ἔφυδρος, ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, ον) υγρός, βροχερός αρχ. 1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος… … Dictionary of Greek
ἔφυδρον — ἔφυδρος moist masc/fem acc sg ἔφυδρος moist neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφύδροις — ἔφυδρος moist masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφύδροισιν — ἔφυδρος moist masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφύδρους — ἔφυδρος moist masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφύδρων — ἔφυδρος moist masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφύδρῳ — ἔφυδρος moist masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπυδρος — ἔφυδρος moist masc/fem nom sg (ionic) ἔπυδρος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφυδρα — ἔφυδρος moist neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφυδροι — ἔφυδρος moist masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)