-
1 εφημαι
1) (где-л., на чем-л. или у чего-л.) сидеть, восседать(θρόνῳ, κληΐδεσσιν Hom.; δόμοις Aesch.; νώτοις Eur.)
ἔ. πόντου θινός Soph. — сидеть на песчаном берегу моря;ἔ. τάφῳ и τάφον Aesch. — сидеть у могилы;βωμία (= βωμῷ) ἐφημένη Eur. — сидящая у алтаря2) заседать, т.е. вершить судοἱ ἐφήμενοι Aesch. — вершители, судьи
См. также в других словарях:
έφημαι — ἔφημαι (Α) (παθ. παρακμ. που χρησιμοποιείται ως ενεστ.) 1. είμαι τοποθετημένος ή κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι («κληΐδεσσιν ἐφήμενοι», Ομ. Οδ.) 2. κάθομαι ως ικέτης κοντά σε άγαλμα θεού (α. «βρέτας ἐφήμενος», Αισχύλ. β. «βωμία ἐφημένη» καθισμένη… … Dictionary of Greek
ἐπεκάθηντο — ἔφημαι to be seated on imperf ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκάθητο — ἔφημαι to be seated on imperf ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφήσθην — ἔφημαι to be seated on imperf ind mid 3rd dual ἐφέζομαι sit upon aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐφέζομαι sit upon aor ind pass 1st sg (epic) ἐφήδομαι exult over aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐφήδομαι exult over aor ind pass 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφῃ — ἔφημαι to be seated on pres ind mid 2nd sg ἐφίημι send to aor subj mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… … Dictionary of Greek
ἐπίῃ — ἐπΐῃ , ἔφημαι to be seated on pres ind mid 2nd sg ἔπειμι 2 ibo pres subj act 3rd sg ἐφίημι send to pres subj act 3rd sg (ionic) ἐφίημι send to pres subj mp 2nd sg (ionic) ἐπΐῃ , ἐφίημι send to aor subj mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφησθ' — ἔφησθε , ἔφημαι to be seated on pres ind mid 2nd pl ἔφησθε , ἐφίημι send to aor subj mid 2nd pl ἔφησθα , φημί Spir. Prooem. imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)