Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔταξα

См. также в других словарях:

  • ἔταξα — ἐτάζω examine aor ind act 1st sg (homeric ionic) τάσσω draw up in order of battle aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάζω — έταξα, τάχτηκα, τα(γ)μένος 1. υπόσχομαι να δώσω κάτι: Του έταξανδύο χωράφια για προίκα. 2. υπόσχομαι να αφιερώσω κάτι στο Θεό ή τους αγίους: Έταξε στην Παναγιά μια μεγάλη λαμπάδα για το άρρωστο παιδί της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐτάξασι — ἐτάξᾱσι , ἐτάζω examine aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔταξ' — ἔταξαι , ἐτάζω examine aor imperat mid 2nd sg ἔταξα , ἐτάζω examine aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔταξε , ἐτάζω examine aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔταξα , τάσσω draw up in order of battle aor ind act 1st sg ἔταξε , τάσσω draw up in… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • τάζω — ΝΜ υπόσχομαι να δώσω κάτι (α. «τού ταξε προίκα» β. «ἀλλ ἔχειν, ὡς τὸ ἔταξε, γυναῑκα στὴν ζωὴν του», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. κάνω τάμα («έταξε στην Παναγία μια λαμπάδα ίση με το μπόι τού άρρωστου παιδιού της») 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • τάξιμο — και τάσσιμο, το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τάζω, υπόσχεση 2. υπόσχεση για αφιέρωση σε ναό, τάμα 3. (κατ επέκτ.) αντικείμενο προσφερόμενο σε άγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έταξα τού τάζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. παίξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσώνω — χρυσῶ, όω, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] 1. επικαλύπτω επιφάνεια με φύλλα χρυσού ή με επίχρισμα χρυσού ή με χρυσόσκονη ή υποκατάστατό της, επιχρυσώνω (α. «έταξα να τού χρυσώσω την εικόνα» β. «ἐπὶ στύλων... κεχρυσωμένων χρυσίῳ», ΠΔ γ. «Παλλαδίων χρυσουμένων»,… …   Dictionary of Greek

  • τάζω — τάζω, έταξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»