-
1 ἐρῑνός
-
2 ερινος
-
3 έρινος
-
4 ἔρινος
-
5 ερινός
-
6 ἐρινός
-
7 ἔρινος
ἔρινος, ὁ, a plant like -
8 ἐρινός
-
9 ἐξ-ερῑνάζω
ἐξ-ερῑνάζω, verstärktes simplex, übertr., Soph. bei Ath. III, 76 d, ἐρινὸς ἀχρεῖος ὢν ἄλλους ἐξερινάζεις λόγῳ, d. i. selbst unklug, willst du durch Reden Andere klug machen.
-
10 έρινε
-
11 ἔρινε
-
12 έρινον
-
13 ἔρινον
-
14 ερινοίς
-
15 ἐρινοῖς
-
16 ερινού
ἐρινόνwild fig: neut gen sgἐρινόςwild fig-tree: masc gen sgἐρῑνοῦ, ῥινάωlead by the nose: imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)ῥινέωimperf ind mp 2nd sg (attic)ῥινόωinject at the nose: imperf ind mp 2nd sg -
17 ἐρινοῦ
ἐρινόνwild fig: neut gen sgἐρινόςwild fig-tree: masc gen sgἐρῑνοῦ, ῥινάωlead by the nose: imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)ῥινέωimperf ind mp 2nd sg (attic)ῥινόωinject at the nose: imperf ind mp 2nd sg -
18 ερινοί
-
19 ἐρινοί
-
20 ερινούς
См. также в других словарях:
ἐρινός — wild fig tree masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρινος — basil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρινος — (I) ο (AM ἔρινος) βοτ. 1. φυτό που φυτρώνει σε βράχους και σχηματίζει τάπητα με πορφυροϊώδη άνθη 2. είδος εύοσμου φυτού που μοιάζει με το φυτό βασιλικός μσν. το φυτό επιμήδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας]. (II) ἔρινος, η, ον (Μ) [έριον]… … Dictionary of Greek
ερινός — και ορνός, ο [ερινεός] βλ. ερινεός … Dictionary of Greek
α(γ)έρινος — η, ο όμοιος με αέρα, ελαφρός, διάφανος: Φορούσε ένα φουστάνι αέρινο. αέρινος η, ο λεπτός σαν αέρας, διάφανος: Μερικές φορές νόμιζε πως είχε να κάνει με μια ύπαρξη αέρινη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρινοί — ἐρινός wild fig tree masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινούς — ἐρινός wild fig tree masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίνου — ἔρινος basil masc gen sg ῥινόω inject at the nose imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίνων — ἔρινος basil masc gen pl ἐρί̱νων , ῥινάω lead by the nose imperf ind act 3rd pl ἐρί̱νων , ῥινάω lead by the nose imperf ind act 1st sg ῥινόω inject at the nose imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ῥινόω inject at the nose imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρινε — ἔρινος basil masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρινον — ἔρινος basil masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)