-
1 επηλυς
I-υ, gen. ῠδος adj. [ἐπελεύσομαι]1) приходящийἔλθετε ἐπήλυδες αὖθις Soph. — придите вновь, вернитесь
2) пришлый, иноземный(ἔθνεα Her.; γένεσις Plat.; ἐπιθυμίαι Plut.)
IIῠδος ὅ (тж. ἀνέρ ἔ. Aesch., Plut.) пришелец, иноземец Thuc., Isocr., Plut. -
2 έπηλυς
(επήλυδος), υς, υ 1. чужой, пришлый;2. (ο) пришелец, чужестранец -
3 επηλυτης
-
4 επηλυτος
См. также в других словарях:
έπηλυς — ἔπηλυς, υ (AM) ξένος, αλλοδαπός («ξένους ἀμείβεσθ ὡς ἐπήλυδας πρέπει», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που επανέρχεται σε μια θέση («ὦ ξένοι, ἔλθετ ἐπήλυδες αὖθις», Σοφ.) 2. προσήλυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμ. μεταπτωτική βαθμίδα … Dictionary of Greek
ἔπηλυς — one who comes to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηλύδων — ἔπηλυς one who comes to masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδα — ἔπηλυς one who comes to masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδας — ἔπηλυς one who comes to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδες — ἔπηλυς one who comes to masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδι — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυδος — ἔπηλυς one who comes to masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυσι — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat pl ἐπήλυσις approach fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήλυσιν — ἔπηλυς one who comes to masc/fem dat pl ἐπήλυσις approach fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπηλυ — ἔπηλυς one who comes to masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)