Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔπαιξα

См. также в других словарях:

  • ἔπαιξα — ἐπᾴσσω rush at aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἐπαίσσω rush at aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἐπαίσσω rush at aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔπαϊ̱ξα , ἐπαίσσω rush at aor ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) παίζω play like a child …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίξας — ἐπαίξᾱς , ἐπᾴσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαίξᾱς , ἐπαίσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαίξᾱς , ἐπαίσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαΐξᾱς , ἐπαίσσω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίξασα — ἐπαίξᾱσα , ἐπᾴσσω rush at aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαίξᾱσα , ἐπαίσσω rush at aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαίξᾱσα , ἐπαίσσω rush at aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαΐξᾱσα , ἐπαίσσω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαίξασι — ἐπαίξᾱσι , ἐπᾴσσω rush at aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἐπαίξᾱσι , ἐπαίσσω rush at aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἐπαίξᾱσι , ἐπαίσσω rush at aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἐπαΐξᾱσι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

  • κορόνα — η (Μ κορώνα) 1. διάδημα, στέμμα, κυρίως βασιλέων ή επισκόπων 2. θυρεός, οικόσημο, έμβλημα 3. μτφ. η πρώτη, η κορυφαία («είμαι η Ελλάδα, τών πατρίδων είμ εγώ η κορόνα και τών ανθρώπων ο βωμός», Παλαμ.) νεοελλ. 1. η όψη τού νομίσματος στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • ξαναφυσώ — 1. φυσώ ξανά 2. σαλπίζω πάλι, βουκινίζω ξανά, ηχώ εκ νέου («τα βούκινα ξαναφυσού, οι σάλπιγγες επαίξα κι απ όλους το Ρωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξα», Ερωτόκρ.) 3. φυσώ πάλι κάτι, κάνω κάτι να ηχήσει πάλι («ξαναφυσού τσι σάλπιγγες», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • παίξιμο — το 1. το να παίζει κανείς 2. ενασχόληση με τυχερά παιχνίδια 3. η εκτέλεση μουσικού κομματιού 4. παράσταση έργου από θίασο 5. ερμηνεία ρόλου από ηθοποιό 6. ενασχόληση με ομαδικό άθλημα 7. ελαφριά κίνηση («το παίξιμο τού ματιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ.… …   Dictionary of Greek

  • Ξ, ξ — (αρχαία ελληνικά ξει, ξι, ξυ). Το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από τα σημιτικά , , , , , , , που παρίσταναν το συριστικό φθογγο samech (πιθανή σημασία πάσσαλος, στύλος). Στα παλιότερα νοτιοελληνικά αλφάβητα… …   Dictionary of Greek

  • Ράινις, Γιαν — (1865 – 1929). Λετονός ποιητής. Ανάμεσα στο 1884 1888 φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Πετρούπολης, όπου άρχισε να διαμορφώνει και την υλιστική του κοσμοθεωρία. Το 1891 95 ίδρυσε την εφημερίδα Ντιένους Λάπα. Οι πρώτοι του στίχοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»