-
1 παίζω
παίζω, fut. παίξομαι u. παιξοῠμαι, z. B. Xen. Conv. 9, 2, aor. ἔπαισα, so beides attisch, vgl. Schol. Ar. Th. 947 u. Atticisten, nur dor. ἔπαιξα, Phryn. 102, oder nach Moeris hellenistisch, doch ist προςέπαιξεν v. l. bei Xen. Mem. 3, 1, 4, παῖξαι Plat. Euthyd. 278 c, ὑποπαίξας Ael. H. A. 12, 21, ἵνα τι παίξωμεν S. Emp. pyrrh. 2, 211; perf. πέπαισμαι, erst Sp. πέπαιγμαι, die auch das perf. act. πέπαιχα bilden, vgl. Lob. Phryn. 240; – scherzen, wie die Kinder spielen, lachen; Od. 6, 106. 7, 291; H. h. Cer. 425; παίσατε, Od. 8, 251, wo es tanzen bedeutet, wie 23, 147; H. h. Ven. 120; Hes. Sc. 277. 282; μετ' αὐτῆς παίζων χορεύειν βούλομαι, Ar. Ran. 415; παίζων ἐνόπλια, vom Waffentanze, Pind. Ol. 13, 83; – ein musikalisches Instrument spielen, H. h. Apoll. 206; – gew. übh. scherzen, οἷα παίζομεν ἀμφὶ τράπεζαν, mit Hindeutung auf den Chorgesang, Pind. Ol. 1, 16; ϑεᾶς παίζων κατ' ἄλσος, Soph. El. 557, scheint auf die Jagd zu gehen; παίζει πρὸς ἡμᾶς δεσπότης, Eur. Herc. Fur. 952; auch = spotten, verlachen, παίσαντα καὶ σκώψαντα vrbdt Ar. Ran. 392, wie παίζων καὶ χλευάζων 375 (wovon es Plut. Symp. 2, 1, 5 unterscheidet); πέπαισται μετρίως ἡμῖν, Th. 1230; vgl. οὐκοῦν ἤδη πεπαίσϑω μετρίως ἡμ ῖν τὰ περὶ λόγων, Plat. Phaedr. 278 b; πεπαῖχϑαί τις ἂν οἰηϑείη τὴν λέξιν, Timarch. bei Ath. XI, 501 e, wie ὁ λόγος ἄλλως πέπαισται ὑπὸ Ἑλλήνων, ist zum Scherz erdichtet, Her. 4, 77; οὐχ ὅτι παίζει, καί φησιν ἐπιλήσμων εἶναι, Plat. Prot. 336 d, er sagt zum Spaß; πότερον παίζετε ταῦτα λέγοντες, Euthyd. 283 b; πρός τινα, Gorg. 500 d Hipp. mai. 300 d; εἰς τὰς τρίχας μου, auf meine Haare spotten, Phaed. 89 b, wie Plut. Alex. 38 u. a. Sp.; Ggstz σπουδάζω, Plat. Phaedr. 234 d Gorg. 481 a (wie bei Xen. Cyr. 8, 3, 47 im Ggstz von σπουδῇ λέγειν); καὶ γελᾶν, Euthyphr. 3 e; mit dem accus., παιδιάν, Scherz treiben, Alc. I, 110 b, wie Ar. Plut. 1057 u. Luc. Prom. 8; auch παίζω παλαιστήν, ich spiele den Ringer. Epict. encheir. 29; παίζειν διὰ σκωμμάτων εἰς τοὺς ἀπαντῶντας, Plut. Camill. 33. – Sp. auch τί, verspotten, Luc. Nigr. 20; τινά τινι, Einen womit necken, Sp., die es auch bes. von verliebten Tändeleien brauchen, vgl. Naeke Choeril. p. 245. – Die dor. Form παίσδω Theocr. 15, 42 u. öfter.
См. также в других словарях:
ἔπαιξα — ἐπᾴσσω rush at aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἐπαίσσω rush at aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἐπαίσσω rush at aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔπαϊ̱ξα , ἐπαίσσω rush at aor ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) παίζω play like a child … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαίξας — ἐπαίξᾱς , ἐπᾴσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαίξᾱς , ἐπαίσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαίξᾱς , ἐπαίσσω rush at aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαΐξᾱς , ἐπαίσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαίξασα — ἐπαίξᾱσα , ἐπᾴσσω rush at aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαίξᾱσα , ἐπαίσσω rush at aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαίξᾱσα , ἐπαίσσω rush at aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπαΐξᾱσα , ἐπαίσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαίξασι — ἐπαίξᾱσι , ἐπᾴσσω rush at aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἐπαίξᾱσι , ἐπαίσσω rush at aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἐπαίξᾱσι , ἐπαίσσω rush at aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἐπαΐξᾱσι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… … Dictionary of Greek
κορόνα — η (Μ κορώνα) 1. διάδημα, στέμμα, κυρίως βασιλέων ή επισκόπων 2. θυρεός, οικόσημο, έμβλημα 3. μτφ. η πρώτη, η κορυφαία («είμαι η Ελλάδα, τών πατρίδων είμ εγώ η κορόνα και τών ανθρώπων ο βωμός», Παλαμ.) νεοελλ. 1. η όψη τού νομίσματος στην οποία… … Dictionary of Greek
ξαναφυσώ — 1. φυσώ ξανά 2. σαλπίζω πάλι, βουκινίζω ξανά, ηχώ εκ νέου («τα βούκινα ξαναφυσού, οι σάλπιγγες επαίξα κι απ όλους το Ρωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξα», Ερωτόκρ.) 3. φυσώ πάλι κάτι, κάνω κάτι να ηχήσει πάλι («ξαναφυσού τσι σάλπιγγες», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
παίξιμο — το 1. το να παίζει κανείς 2. ενασχόληση με τυχερά παιχνίδια 3. η εκτέλεση μουσικού κομματιού 4. παράσταση έργου από θίασο 5. ερμηνεία ρόλου από ηθοποιό 6. ενασχόληση με ομαδικό άθλημα 7. ελαφριά κίνηση («το παίξιμο τού ματιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ.… … Dictionary of Greek
Ξ, ξ — (αρχαία ελληνικά ξει, ξι, ξυ). Το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από τα σημιτικά , , , , , , , που παρίσταναν το συριστικό φθογγο samech (πιθανή σημασία πάσσαλος, στύλος). Στα παλιότερα νοτιοελληνικά αλφάβητα… … Dictionary of Greek
Ράινις, Γιαν — (1865 – 1929). Λετονός ποιητής. Ανάμεσα στο 1884 1888 φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Πετρούπολης, όπου άρχισε να διαμορφώνει και την υλιστική του κοσμοθεωρία. Το 1891 95 ίδρυσε την εφημερίδα Ντιένους Λάπα. Οι πρώτοι του στίχοι… … Dictionary of Greek