-
1 σημεῖον
σημεῖον, τό, ion. σημήϊον, = σῆμα in allen Bedeutungen, Zeichen, woran man Etwas erkennt u. unterscheidet; Her. 2, 38; ϑεοῠ, Aesch. Suppl. 215; σημεῖά σοι τάδ' ἐστὶ τῆς ἐμῆς φρενός, Prom. 844; σημεῖα δ' οὔτε ϑηρὸς σὔτε του κυνῶν ἐξεφαίνετο, Soph. Ant. 251; σαφῆ σημεῖ' ἰδοῠσα, El. 874; dessen was da kommen soll, Anzeichen, O. C. 94; τὸ δαιμόνιον, Plat. Phaedr. 242 b; Apol. 40 b; vgl. τὰ τοῦ μεγίστου ϑεοῦ σημεῖα, Xen. Cyr. 1, 6, 1. 2, 4, 19; δακτυλίου, Ar. Equ. 947 Vesp. 585; auch an Schiffen, Ran. 931, Siegel, Xen. Hell. 5, 1, 30, vgl. Plat. Theaet. 191 d; Dem. u. Folgde. – Feldzeichen, Fahne, Abzeichen des Feldherrn, Her. 8, 92 (vgl. Xen. Cyr. 8, 5, 13 An. 1, 10, 12, ein Adler Cyr. 7, 1, 41, Schildzeichen, 1, 17) (wie Eur. Phoen. 1121 u. öfter), ein Zeichen Etwas zu thun, 7, 128; σημεῖον αἴρειν, Thuc. 1, 49, ἀπὸ σημείου, auf das gegebene Zeichen, 3, 9; auch Feldgeschrei, vgl. Pol. 5, 69, 8. – Σημεῖα καϑαιρεῖν, Andoc. 1, 36; ἔξω τῶν σημείων, d. i. außerhalb des Lagers, Xen. Cyr. 8, 3, 19; u. danach gesagt ὅς ἐστιν ἔξω τῶν σημείων τοῠ ἡμετέρου ἐμπορίου, Dem. 35, 28. – Σημείοις χρῆσϑαι περί τινος, Isocr. 4, 30; σημεῖον, ὅτι, ein Zeichen, Beweis daß, Andoc. 2, 4; σημεῖον δ' αὐτοῠ ἡ ἐν Τροίᾳ μονή, Plat. Crat. 395 a; ἱκανὸν δὲ σημεῖον, ὡς μαντικὴν ἀφροσύνῃ ϑεὸς ἀνϑρωπίνῃ δέδωκεν· οὐδεὶς γὰρ –, Tim. 71 e; häufig bei den Rednern, σημεῖον δὲ τούτων· = γάρ, Isocr. 4, 107; σημεῖον τοῦ τάχους· οἱ μὲν γάρ, zum Beweise dient, daß, 4, 87; Folgde, wie Pol. 4, 44, 3. 9, 33, 4; vgl. Wolf Dem. Lpt. 225 u. τεκμήριον. – Bei den Mathematikern der Punkt, u. so auch Pol. 6, 28, 2; S. Emp. oft.
-
2 σημειον
ион. σημήϊον τό1) отличительный (при)знак, эмблема(ἐν ταῖς ναυσίν Arph.)
ἐπὴ τὰς ἀσπίδας τὰ σημήϊα ποιέεσθαι Her. — снабдить щиты эмблемами;ἥ τρίαινα σ. θεοῦ Aesch. — трезубец, эмблема бога ( Посидона)2) значок, отметка3) след(θηρός Soph.)
τὰ σημεῖα τῆς καταβάσεως Xen. — следы сошествия (Геракла в царство теней)4) (верный) признак, примета, доказательство, доводφανερόν τι σημείοις καταστῆναι Thuc. — привести ясные доказательства в пользу чего-л.;
ὡς ἄξιος τῆς βασιλείας ἐδόκει εἶναι, τάδε τὰ σημεῖα Xen. — вот доказательства того, что (Агесилай) оказался достойным царской власти5) знамение(τοῦ θεοῦ Xen., Plat.)
6) знак Зодиака, созвездие(πρῶτα δύεται σημεῖα Eur.)
7) условный знак, сигнал(ἀπὸ σημείου Thuc., Xen.; τὸ σ. τοῦ πυρός Thuc.)
τὰ σημεῖα αἴρειν Thuc. — поднять сигналы (к бою);ὕστερος ἐλθεῖν τοῦ σημείου Arph. — прийти после сигнала (о закрытии), т.е. опоздать8) отпечаток(δακτυλίων σημεῖα Plat.)
9) знамя, флаг, флажок(τὸ σ. τῆς στρατηγίδος Her.)
10) межевой знакἔξω τῶν σημείων Xen., Dem. — вне пределов
11) печать(γράμμασι σημεῖα ἐπιβάλλειν Plat.)
12) скорописный (стенографический) значок Plut.13) математическая точка(σημεῖα καὴ γραμμαί Arst.)
14) момент(σ. χρονου Arst.)
-
3 σημεῖον
σημεῖον, τό, = σῆμα in allen Bedeutungen, Zeichen, woran man etwas erkennt u. unterscheidet; dessen was da kommen soll, Anzeichen; auch an Schiffen, Siegel. Feldzeichen, Fahne, Abzeichen des Feldherrn (ein Adler, Schildzeichen), ein Zeichen etwas zu tun; ἀπὸ σημείου, auf das gegebene Zeichen; auch Feldgeschrei; ἔξω τῶν σημείων, = außerhalb des Lagers; σημεῖον, ὅτι, ein Zeichen, Beweis daß; σημεῖον τοῦ τάχους· οἱ μὲν γάρ, zum Beweise dient, daß. Bei den Mathematikern der Punkt -
4 σημεῖον
σημεῖον, τό, [dialect] Ion. [full] σημήϊον, [dialect] Dor. [full] σᾱμήϊον IG12(3).452 (Thera, iv B.C.), [full] σᾱμεῖον IPE12.352.25 (Chersonesus, ii B.C.), IG5(1).1390.16 (Andania, i B.C.), [full] σᾱμᾶον CIG5168 ([place name] Cyrene):—= σῆμα in all senses, and more common in Prose, but never in Hom. or Hes.:A mark by which a thing is known, Hdt.2.38;σημεῖα τῶν δεδικασμένων.., σημεῖα πάντων ὧν ἔπραξαν Pl.R. 614c
; sign of the future, τυραννίδος ς. A.Ag. 1355;σ. λαβεῖν ἔκ τινος E.Hipp. 514
; trace, track,σημεῖα δ' οὔτε θηρὸς οὔτε του κυνῶν.. ἐξεφαίνετο S.Ant. 257
, cf. El. 886;τῆς καταβάσεως X.An.6.2.2
; of a cork on a buoy, Paus.8.12.1.b [dialect] Dor., tomb, IG12(3).452 (iv B.C.), CIGl.c.2 sign from the gods, omen, S.OC94;τὰ ἀπὸ τῶν θεῶν σ. γενόμενα Antipho 5.81
, cf. Pl.Phdr. 244c, Ap. 40b, X.Cyr.1.6.1; wonder, portent, LXX Ex.4.8, al.;σ. καὶ τέρατα Plb.3.112.8
, Ev.Matt.24.24, Ev.Jo.4.48, cf. IPEl.c., D.S.17.114;φόβηθρα καὶ σ. ἀπ' οὐρανοῦ Ev.Luc.21.11
; esp. of the constellations, regarded as signs,δύεται σημεῖα E.Rh. 529
(lyr.), cf. Ion 1157.3 sign or signal to do a thing, made by flags, ἀνέδεξε σημήϊον τοῖσι ἄλλοισι ἀνάγεσθαι he made signal for the rest to put to sea, Hdt.7.128; signal for battle, τὰ σ. ἤρθη, κατεσπάσθη, Th.1.49,63, etc.; καθαιρεῖν τὸ ς. to take it down, strike the flag, as a sign of dissolving an assembly, And.1.36; τὸ τῆς ἐκκλησίας ς. Ar.Th. 278; ὕστερος ἐλθεῖν τοῦ ς. Id.V. 690: generally, signal,σ. ὑποδηλῶσαί τινι ὅτι.. Id.Th. 1011
;τὰ σ. αὐτοῖς ἤρθη Th.4.42
; τὸ σ. τοῦ πυρός, ὡς εἴρητο, ἀνέσχον ib. 111; signal to commence work, [ἡ] τοῦ σημείου ἄρσις Ath.Mitt.35.403
(Pergam.); σημείῳ ἀβαστάκτῳ, σημείοις ἀβαστάκτοις with unremoved signal (s), of gymnasia, i.e. never closed, IGRom.4.446 (ibid.), Abh.Berl.Akad.1932(5).44(ibid., ii A.D.).4 standard or flag, on the admiral's ship, Hdt.8.92; on the general's tent, X.Cyr.8.5.13; ἔξω τῶν ς. out of the lines, ib.8.3.19.5 landmark, boundary, limit, ἔξω τῶν σ. τοῦ ὑμετέρου ἐμπορίου out of the limits of your commercial port, D.35.28; of milestones, Plu.CG7, Hdn.2.13.9.6 device upon a shield, Hdt.1.171, E.Ph. 1114; upon ships, figure-head, Ar.Ra. 933, Th.6.31, E.IA 255 (lyr.).7 signet on ring, etc., Ar.Eq. 952, V. 585, Pl.Tht. 191d, al., X.HG5.1.30, D.42.2, PRev.Laws 26.5 (iii B.C.); figure, image,Διὸς κτησίου Anticl.13
; badge,τρίαιναν σ. θεοῦ A.Supp. 218
: pl., written characters,γράψαι σημήϊα.. φωνῆς IG14.1549
([place name] Rome).8 watchword, war-cry, Plb.5.69.8;ἀπὸ σ. ἑνὸς ἐπιστρέφειν τὰς ναῦς Th.2.90
, cf.X.HG6.2.28.II sign, token, indication of anything that is or is to be, S.OT 1059, E.Ph. 1332;σ. φαίνεις ἐσθλὸς.. γεγώς S.El.24
, cf. OT 710;τέχνης σ. τῆς ἐμῆς Id.Ant. 998
; so laterτὰ σ. τῶν καιρῶν Ev.Matt.16.3
, etc.2 in reasoning, a sign or proof, Ar.Nu. 369, Th.1.6,10, And. 2.25, etc.;τούτων ὑμῖν σημεῖα δείξω Aeschin.2.103
, cf. 3.46;τάδε τὰ σ. ὡς.. X.Ages.1.5
;σ. εἰ.. Pl.Grg. 520e
; ὅτι ἀγαθὸς ἦν.., τοῦτο μέγιστον ς. Id.Min. 321b; τὸ μὴ ἐκδυθῆναι οὐδὲν σ. ἐστι is no proof to the contrary, Antipho 2.2.5; also, instance, example, Hp.VM 20; σημεῖον δέ· to introduce an argument, D.21.149, Isoc.4.86,107, etc.3 in the Logic of Arist., a sign used as a probable argument in proof of a conclusion, opp. τεκμήριον (a demonstrative or certain proof), APr. 70a11, SE 167b9, Rh. 1357a33.b in Stoic and Epicurean philos., sign as observable basis of inference to the unobserved or unobservable, Epicur.Ep.2p.43U., Phld.Sign.27, al., S.E.M.8.142, al.; περὶ σημείων (dub. sens.), title of work by Zeno, Stoic.1.14.4 Medic., symptom, Hp.Morb.3.6, 15, Aret.SD1.9, Gal.1.313, 18(2).306.5 pl., shorthand symbols, Plu.Cat.Mi.23, Gal. Libr.Propr.1, POxy.724.3 (ii A.D.), Lib.Or.42.25.III = στιγμή, mathematical point, Arist.APo. 76b5, Ph. 240b3, Euc.Def.1, al.; also ς. (with or without χρόνου) point of time, instant, Arist.Cael. 283a11, Ph. 262b2sq.2 in Prosody and Music, unit of time, Aristid.Quint.1.14, Longin.Proll. Heph.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σημεῖον
См. также в других словарях:
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα … Dictionary of Greek
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
Χαμπλ, Έντγουιν Πάουελ — (Hubble, Μάρσφιλντ, Μισούρι 1889 – Σαν Μαρίνο, Καλιφόρνια 1953). Αμερικανός αστρονόμος. Σπούδασε νομικά αλλά μετά το ενδιαφέρον του στράφηκε στην αστρονομία και εργάστηκε στο αστεροσκοπείο Γιερκς από το 1914 έως το 1917. Κατά τη διάρκεια του A’… … Dictionary of Greek
έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
Πεάνο, Τζουζέπε — (Peano, Giuseppe, Γκούνεο 1858 – Τορίνο 1932). Ιταλός μαθηματικός. Διετέλεσε καθηγητής της μαθηματικής ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Η σοβαρότητα και η πρωτοτυπία των ερευνών του τον οδήγησαν συχνά έξω από τα όρια της χώρας του.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek