-
1 αδοξος
21) неизвестный, незнатный Isocr.2) бесславный, позорный(πόλεμος Dem.)
πρόφασις οὐκ ἄ. Plut. — благовидный предлог3) презираемый(εὐνοῦχοι, τέχνη Xen.)
4) невероятный, неправдоподобный(τὸ ἐρωτώμενον Arst.)
5) нежданный Soph. -
2 αμφιδοξος
-
3 αντιδοξος
-
4 βαθυδοξος
-
5 ενδοξος
21) славный, знаменитый, известный(ποιηταί Xen.; ἄνδρες Arst.; πράγματα Aeschin.; πόλις Plut.)
2) знатный(νέοι πλούσιοι καὴ ἔνδοξοι Plat.; εὐγενεῖς καὴ ἔνδοξοι Arst.)
3) общеизвестный, общепринятый, укоренившийся в общем мнении4) вероятный, правдоподобный Arst. -
6 επιδοξος
21) вероятный, правдоподобныйπολλοὴ ἐπίδοξοι τὠυτὸ τοῦτο πείσεσθαι Her. — многим, по-видимому, предстоит испытать то же самое;
προκαταλαμβάνεσθαι τῶν ἀντιδίκων τὰ ἐπίδοξα λέγεσθαι Arst. — предвосхищать вероятные возражения противников;ἐ. γενέσθαι ἐπιεικής Plat. — подающий надежды стать достойным человеком;τάδε τοι ἐξ αὐτῶν ἐπίδοξα γενέσθαι Her. — вот что для тебя из этого, очевидно, выйдет;ἐ. ὢν ἅπαντας νικήσειν Plut. — которого считали вероятным победителем всех (его противников)2) славный, знаменитый(ἔν τινι Plut.)
ἐπίδοξον κῦδος Pind. — великая слава -
7 ετεροδοξος
-
8 ευδοξος
-
9 κακοδοξος
-
10 κενοδοξος
-
11 μεγαλοδοξος
-
12 ομοδοξος
2придерживающийся того же мнения -
13 παραδοξος
21) противоречащий установившемуся мнению, необычный, невероятный, странный(λόγος Plat.; π. καὴ θαυμαστός Men.)
τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ παραδόξου θηρᾶσθαι Plut. — искать славы в необычном2) замечательный, необыкновенный(ἐπιφανεῖς καὴ παράδοξοι πράξεις Polyb.)
-
14 πολυδοξος
-
15 φιλοδοξος
21) любящий мнимое знаниеφιλόδοξοι μᾶλλον ἢ φιλόσοφοι Plat. — ищущие скорее мнимых знаний, чем мудрости
2) любящий славуφ. περί τι Arst. — ищущий славы в чем-л.;
φ. εἴς τινα Polyb. — домогающийся славы у кого-л. -
16 ετερόδοξος
ετερόδοξος, -η, -οиноверческий, еретический, инакомыслящийЭтим.< ετερο- + -δόξος < έτερος + δόξα «другой + мнение»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ετερόδοξος
-
17 Ορθοδοξία
Ορθοδοξία ηПравославие – вероисповедание, содержащее святую веру в Бога в той же чистоте и полноте, в какой передали ее святые апостолы и утвердили святые отцы на семи вселенских соборах;ΦΡ.Κυριακή τής Ορθοδοξίας η — Неделя Торжества Православия – первое воскресенье Великого Поста, в которое Церковь празднует день восстановления иконопочитания (843 г.)Этим.
См. также в других словарях:
εύδοξος — I (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα… … Dictionary of Greek
θεοδοξία — θεοδοξία, ἡ (Α) ο δοξασμός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοξία (< δοξος < δοκώ), κατά τα ά δοξος > α δοξία. ορθό δοξος > ορθο δοξία] … Dictionary of Greek
ισόδοξος — ἰσόδοξος, ον (Α) (γλωσσ. τού ισοκλεής*) ίσος κατά τη δόξα. επίρρ... ἰσοδόξως (Α) με ίση δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] … Dictionary of Greek
καινόδοξος — καινόδοξος, ον (Α) αυτός που έχει καινούργιες δοξασίες, νέα σχέδια για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ματαιό δοξος, μισ αλλό δοξος] … Dictionary of Greek
κακόδοξος — η, ο (AM κακόδοξος, ον) αυτός που έχει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, ανορθόδοξος αρχ. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, ψευδό δοξος] … Dictionary of Greek
κενόδοξος — η, ο (ΑΜ κενόδοξος, ον) αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος μσν. 1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος 2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον α) ματαιοδοξία β) αλαζονεία γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν… … Dictionary of Greek
κομπόδοξος — κομπόδοξος, ον (Μ) περήφανος, αλαζόνας, κομπορρήμων, καυχησιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] … Dictionary of Greek
ματαιόδοξος — η, ο 1. αυτός που υπερηφανεύεται για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενόδοξος, ματαιόφρων 2. αυτός που επιζητεί μάταιη δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + δοξος (< δόξα), πρβλ. απαισιό δοξος, φιλό δοξος] … Dictionary of Greek
ομόδοξος — η, ο (ΑΜ ὁμόδοξος, ον) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, ομόγνωμος νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο θρησκευτικό δόγμα με κάποιον άλλο μσν. αρχ. αυτός που έχει την ίδια δόξα με άλλον αρχ. (για τους Επικουρείους) αυτός που ανήκει στην ίδια… … Dictionary of Greek
υπόδοξος — ον, Α υποταγμένος, αυτός που εξαρτάται εντελώς από μια γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ἔν δοξος, ἐπί δοξος] … Dictionary of Greek
μεγάδοξος — μεγάδοξος, ον (Μ) μεγαλόδοξος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + δοξος(< δόξα), πρβλ. ματαιό δοξος] … Dictionary of Greek