-
1 αμφιπεδος
-
2 απεδος
-
3 βαθυπεδος
-
4 εκατομπεδος
-
5 εμπεδος
I2[πέδον]1) прочный, крепкий, непоколебимый(τεῖχος Hom.)
2) незыблемый, нерушимый, верный(ὅρκος, Λοξίου χρησμοί Eur.)
μένειν φρονήμασι ἐμπέδοις ἀμφί τινι Soph. — оставаться верным кому-л.;οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔ. Soph. — изменивший врожденным душевным качествам, т.е. потерявший душевное равновесие3) непоколебимый, стойкий(φρένες, νοῦς, ἦτορ Hom.)
4) неустранимый, неизгладимый(σίνος Aesch.)
5) невредимый, нетронутый(λέχος Hom.)
6) постоянный, непрерывный(φυλακή Hom.; δουλοσύνη Pind.; πόνος Soph.)
οὐκ ἔ. αἰών Emped. — недолгий векII2[πέδη] скованный по ногам Luc. -
6 εξαπεδος
-
7 επιπεδος
-
8 ευρυπεδος
-
9 ισοπεδος
2находящийся вровень, на одном уровне(θάλασσαι ἰσόπεδοι Luc.)
χοῦν ποιῆσαι τῇ ἄλλῃ γῇ ἰσόπεδον Her. — сравнять насыпь с остальной землей -
10 κοιλοπεδος
-
11 κραναηπεδος
-
12 κραταιπεδος
-
13 οινοπεδος
-
14 τετραπεδος
I2[πέδον] четырехгранный, имеющий четыре плоскости(λίθοι Diod.)
II2[πούς] имеющий четыре фута(τῷ πλάτει Polyb.)
-
15 τριπεδος
-
16 υψιπεδος
-
17 φοινικοπεδος
-
18 χαλκοπεδος
См. также в других словарях:
τετράπεδος — (I) ον, Α αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψί πεδος]. (II) ον, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
ευρύπεδος — εὐρύπεδος, ον (Α) αυτός που έχει ευρεία επιφάνεια, ο ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πεδος (< πεδον «έδαφος») πρβλ. βαθύ πεδος, επί πεδος)] … Dictionary of Greek
ισόπεδος — η, ο (Α ἰσόπεδος ον) αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου 2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» διασταύρωση δύο … Dictionary of Greek
κοιλόπεδος — κοιλόπεδος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
κραναήπεδος — κραναήπεδος, ον (Α) αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφαν ηφόρος) + πεδος (< πέδον), πρβλ. ακρή πεδος, επί πεδος] … Dictionary of Greek
κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… … Dictionary of Greek
φοινικόπεδος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek
χαλκόπεδος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ πεδος, ὑψί πεδος] … Dictionary of Greek
μελάμπεδος — μελάμπεδος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο έδαφος, μαύρη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πέδον (πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος)] … Dictionary of Greek
οκτάπεδος — ὀκτάπεδος, ον (α) (δωρ. τ.) οκτάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πεδος (< πέζα, δωρ. τ. για τη λ. πους), πρβλ. εξά πεδος] … Dictionary of Greek