-
1 εμπορος
I2торговый, купеческий(ναῦς Diod.)
IIὅ1) прохожий, путник(τύμβος, σέβας ἐμπόρων Eur.)
2) путешественник Aesch., Soph., тж. пассажир наемного суднаεἶμι ἔ., οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολος Hom. — я еду на чужом корабле, ибо нет у меня своего
3) торговец, купец (преимущ. ведущий заморскую и - в отличие от κάπηλος - оптовую торговлю) Her., Thuc., Plat., Arst.ἔ. περί τι Plat. и ἔ. τινος Anth. — торговец чем-л.;
κακὸς ἔ. βίου Eur. — дешево продающий свою жизнь -
2 ἔμπορος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔμπορος
-
3 έμπορος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έμπορος
-
4 έμπορος
ο, η торговец, -ка; коммерсант; куп|ёц, -чиха (уст.) -
5 ἔμπορος
торговец, купец.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔμπορος
-
6 ἔμπορος
-
7 έμπορος
[эмборос] ουσ α торговец, коммерсант. -
8 αποπλοος
Iстяж. ἀπόπλους ὅ1) отплытие Her., Polyb., Plut.2) обратное плавание, возвращение Xen., Arst., Plut.IIстяж. ἀπόπλους 2отправляющийся в плавание(ἔμπορος Anth.)
-
9 μικρεμπορος
-
10 ξυνεμπορος
ὅ и ἥ попутчик, тж. спутник, сотоварищ(σ. τινος и τινι Aesch., Eur.)
σ. τινί τινος Anth. чей-л. — сотоварищ в чем-л. -
11 συνεμπορος
ὅ и ἥ попутчик, тж. спутник, сотоварищ(σ. τινος и τινι Aesch., Eur.)
σ. τινί τινος Anth. чей-л. — сотоварищ в чем-л. -
12 ταριχεμπορος
-
13 έμπορας
ο, έμπόρισσα η см. έμπορος -
14 ιδιωτικός
η, ό[ν] частный, принадлежащий частному лицу; личный;ιδιωτική ζωή — или ιδιωτικ βίος — частная жизнь;
ιδιωτικό σχολείο — частная школа;
ιδιωτικό αυτοκίνητο — частная, личная машина;
ιδιωτικό εμπόριο — частная торговля;
ιδιωτικός έμπορος — частник;
ιδιωτικό κεφάλαιο — частный капитал;
ιδιωτική χρήση — личное пользование;
ιδιωτική υπόθεση — частное, личное дело
-
15 κοτ(τ)άς
κοτ(τ)έμπορος ο торговец птицей (чаще курами) -
16 κοτ(τ)άς
κοτ(τ)έμπορος ο торговец птицей (чаще курами) -
17 ναυαγώ
(ε) αμετ.1) терпеть кораблекрушение; 2) терпеть крушение, неудачу, провал, крах; срываться (о переговорах);ναυαγισμένος έμπορος — разорившийся торговец
-
18 πλανόδιος
-
19 1713
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1713
См. также в других словарях:
έμπορος — έμπορος, ο και έμπορας, ο θηλ. ισσα 1. αυτός που αγοράζει φυσικά ή τεχνικά προϊόντα σε μεγάλες σχετικά ποσότητες και τα πουλάει λιανικά με σκοπό το κέρδος. 2. ο χοντρέμπορος (βλ. λ.). 3. αυτός που πουλάει υφάσματα και είδη νεοτερισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔμπορος — one who goes on ship board as a passenger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
Έμπορος, Αμβρόσιος — (17ος αι.). Μοναχός και ζωγράφος. Καταγόταν από τα Χανιά. Είναι γνωστός από δύο εικόνες με θέμα τη Δευτέρα Παρουσία, οι οποίες βρίσκονται η μία στα Χανιά και η άλλη στο Φαμπριάνο της Ιταλίας. Ο Έ. είναι συντηρητικότερος στη μορφολογία από τα… … Dictionary of Greek
αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… … Dictionary of Greek
ἐμπόρω — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπορον — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem acc sg ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Торговец — • Έμπορος (εμπορία, ср. Mercatura, Торговля), оптовый торговец, отличается от αυτοπώλης и κάπηλος. Αυτοπώλης продает им самим выработанные товары, как, напр., поселянин, привозящий в город деревенские продукты, ремесленник,… … Реальный словарь классических древностей
Σβαρτς, Γεώργιος — Έμπορος στην κοινότητα Αμπελακιών της Θεσσαλίας. Λεγόταν και Μαύρος. > Αμπελάκια … Dictionary of Greek
ἐμπόροις — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόρου — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)