-
1 έμπλαστρος
-
2 ἔμπλαστρος
-
3 ἔμπλαστρος
ἔμπλαστρος, ου, ἡ (Philumen. p. 12, 22; 14, 28 al.; Galen XII 688; 690 K.; Oribas., Ecl. 89, 4: CMG VI/2, 2 p. 267, 28; Geopon. 12, 12, 2; Cos. and Dam. 47, 65; PStras 647, 2 [II A.D.]) a plaster used for healing wounds IPol 2:1.—DELG s.v. πλάσσω. -
4 ἔμπλαστρος
ἔμ-πλαστρος, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπλαστρος
-
5 μήλινος
μήλινος, von Aepfeln, Quitten bereitet; ἔμπλαστρος, Sp. medic.; ἔλαιον, Sp.; – auch = quittengelb, ἐσϑῆτες, ὑποδήματα, Ath. IV, 259 XII, 539; καρπός, D. Sic. 2, 53.
-
6 έμπλαστροι
-
7 ἔμπλαστροι
-
8 έμπλαστρον
-
9 ἔμπλαστρον
-
10 εμπλάστροις
-
11 ἐμπλάστροις
-
12 εμπλάστροισι
ἔμπλαστρονsalve: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἔμπλαστροςsalve: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
13 ἐμπλάστροισι
ἔμπλαστρονsalve: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἔμπλαστροςsalve: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
14 εμπλάστροισιν
ἔμπλαστρονsalve: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἔμπλαστροςsalve: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
15 ἐμπλάστροισιν
ἔμπλαστρονsalve: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἔμπλαστροςsalve: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
16 εμπλάστρου
-
17 ἐμπλάστρου
-
18 εμπλάστρους
-
19 ἐμπλάστρους
-
20 εμπλάστρω
См. также в других словарях:
ἔμπλαστρος — salve fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἐμπλάστρους — ἔμπλαστρος salve fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπλαστροι — ἔμπλαστρος salve fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
по ране и пластырь — Каков вор, таков ему и почет. По привету ответ, по заслуге почет. Ср. προς το πάθος και η εμπλαστρος. По болезни и пластырь. Ср. Planud. 210. См. на крепкий сук острый топор. См. каково аукнется, так и откликнется. См. чем согрешил, тем и… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
По ране и пластырь — По ранѣ и пластырь. Каковъ воръ, таковъ ему и почетъ. По привѣту отвѣтъ, по заслугѣ почетъ. Ср. πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. Пер. По болѣзни и пластырь. Ср. Planud. 210. См. На крепкий сук острый топор. См. Каково аукнется, таково и… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ινδός — I (Indus). Ποταμός (3.060 χλμ.) της νότιας Ασίας, ένας από τους σημαντικότερους της περιοχής αυτής. Πηγάζει από τα όρη Κάιλας των θιβετιανών Ιμαλαΐων, κοντά στο Σένγκε. Αρχικά κατέρχεται προς τα ΒΔ, διασχίζοντας το ινδικό κρατίδιο Τζάμου Κασμίρ,… … Dictionary of Greek
έμπλαστρο — Φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει σάπωνα μολύβδου ή λιπαρές ουσίες από κερί και ρητίνες και επιστρώνεται σε μία πλευρά υφασμάτινης ή χάρτινης ταινίας. Τα έ. προορίζονται για εξωτερική χρήση και, ανάλογα με τα συστατικά τους, χωρίζονται σε … Dictionary of Greek
ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… … Dictionary of Greek
κήρινος — και κέρινος, η, ο και κερένιος, ια, ιο (ΑΜ κήρινος, ίνη, ον) [κηρός] 1. ο κατασκευασμένος από κερί 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη ουσία που εξάγεται από τον κηρό μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
κυζικηνός — ή, ό (AM κυζικηνός, ή, όν, Α και κυζικηνικός, ή, όν [Κυζικος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Κύζικο ή εκείνος που προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυζικηνός, η Κυζικηνή ο κάτοικος τής Κυζίκου ή εκείνος που… … Dictionary of Greek