Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔμπλαστρος

См. также в других словарях:

  • ἔμπλαστρος — salve fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. — πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. См. По ране и пластырь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐμπλάστρους — ἔμπλαστρος salve fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπλαστροι — ἔμπλαστρος salve fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • по ране и пластырь — Каков вор, таков ему и почет. По привету ответ, по заслуге почет. Ср. προς το πάθος και η εμπλαστρος. По болезни и пластырь. Ср. Planud. 210. См. на крепкий сук острый топор. См. каково аукнется, так и откликнется. См. чем согрешил, тем и… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • По ране и пластырь — По ранѣ и пластырь. Каковъ воръ, таковъ ему и почетъ. По привѣту отвѣтъ, по заслугѣ почетъ. Ср. πρὸς τὸ πάθος καὶ ἡ ἔμπλαστρος. Пер. По болѣзни и пластырь. Ср. Planud. 210. См. На крепкий сук острый топор. См. Каково аукнется, таково и… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ινδός — I (Indus). Ποταμός (3.060 χλμ.) της νότιας Ασίας, ένας από τους σημαντικότερους της περιοχής αυτής. Πηγάζει από τα όρη Κάιλας των θιβετιανών Ιμαλαΐων, κοντά στο Σένγκε. Αρχικά κατέρχεται προς τα ΒΔ, διασχίζοντας το ινδικό κρατίδιο Τζάμου Κασμίρ,… …   Dictionary of Greek

  • έμπλαστρο — Φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει σάπωνα μολύβδου ή λιπαρές ουσίες από κερί και ρητίνες και επιστρώνεται σε μία πλευρά υφασμάτινης ή χάρτινης ταινίας. Τα έ. προορίζονται για εξωτερική χρήση και, ανάλογα με τα συστατικά τους, χωρίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… …   Dictionary of Greek

  • κήρινος — και κέρινος, η, ο και κερένιος, ια, ιο (ΑΜ κήρινος, ίνη, ον) [κηρός] 1. ο κατασκευασμένος από κερί 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη ουσία που εξάγεται από τον κηρό μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • κυζικηνός — ή, ό (AM κυζικηνός, ή, όν, Α και κυζικηνικός, ή, όν [Κυζικος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Κύζικο ή εκείνος που προέρχεται από αυτήν 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κυζικηνός, η Κυζικηνή ο κάτοικος τής Κυζίκου ή εκείνος που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»