Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔκλειγμα

См. также в других словарях:

  • ἔκλειγμα — medicine that melts in the mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκλειγμα — το (AM ἔκλειγμα) φάρμακο με πολτώδη σύσταση (με μέλι στα συστατικά του) το οποίο γλείφει και καταπίνει ο ασθενής, το μαντζούνι …   Dictionary of Greek

  • ἐκλειγμάτων — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλείγμασι — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλείγμασιν — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλείγματα — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλείγματι — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλείγματος — ἔκλειγμα medicine that melts in the mouth neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκλεικτικός — ἐκλεικτικός, ή, όν (Α) (για φάρμακα και φαρμακευτικές ουσίες) αυτός που χρησιμοποιείται ως έκλειγμα …   Dictionary of Greek

  • εκλεικτόν — ἐκλεικτόν, το (AM) έκλειγμα …   Dictionary of Greek

  • ματζούνι — και μαντζούνι, το φάρμακο για εσωτερική χρήση, πυκνόρρευστο και κολλώδες, από λεπτές σκόνες με σιρόπι, μέλι ή υγρή ρητίνη, το έκλειγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. macun] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»