-
1 εκερσα
-
2 κειρω
(fut. κερῶ - ион. κερέω, эп. aor. ἔκερσα; pass.: aor. 2 ἐκάρην с ᾰ, pf. κέκαρμαι, ppf. ἐκεκάρμην, aor. 2 conjct. καρῇ, inf. aor. 2 κᾰρῆναι)1) стричь(τῆς κεφαλῆς τὰ πρόσθεν Plut.)
κ. κόμην τινί Hom. — остричь волосы в жертву кому-л.;κεκάρθαι τὰς κεφαλάς Her. — остричь себе головы;(τὰς τρίχας) κ. ἐν χροΐ Her. — коротко стричь волосы;ἄξιον ἦν ἐπὴ τῷδε τῷ τάφῳ τότε κείρασθαι τῇ Ἑλλάδι Lys. — Элладе надлежало тогда остричь себе (в знак скорби) волосы на этой могиле ( после поражения Афин в Пелопоннесской войне);βόστρυχοι κεκαρμένοι Eur. — срезанные кудри;κείρασθαι ἢ ξυρᾶσθαι NT. — быть остриженным или обритым2) срубать, вырубать(δοῦρ΄ ἐλάτης Hom.; τὸ τέμενος Her.; ὕλην Soph.)
τὸ οὖρος κ. Her. — вырубить леса на горе;χθὼν πεύκας κειραμένη Anth. — земля, на которой вырублены сосны3) глодать, пожирать4) общипывать, поедать(λήϊον Hom.)
5) истреблять, уничтожать(κτήματα, βίοτον Hom.)
κ. πολύκερων φόνον Soph. — истреблять много рогатого скота6) разорять, опустошать(γῆν Her.; τέν Ἑλλάδα Plat.)
См. также в других словарях:
ἔκερσα — κείρω kṛṇā´ti aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακερσεκόμης — ἀκερσεκόμης, ο (Α) 1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία) «Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134) 2. νεανίας, νέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αμείρω — ἀμείρω (Α) στερώ, αφαιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. ἀμέρδω, και προήλθε από τον αόρ. άμερσα αναλογικά προς το σχήμα κείρω (ἔκερσα)] … Dictionary of Greek