-
1 έγκλημα
-
2 ἔγκλημα
-
3 εγκλημα
-
4 ἔγκλημα
ἔγκλημα, τος, τό (s. ἐγκαλέω; Soph., Thu.+; ins, pap, Joseph., Ath., AssMos Fgm. k) gener. ‘the act or action of finding fault with someone’① an indictment or charge brought against someone through judicial proceedings, charge, accusation, legal t.t. (OGI 229, 41; 43; Appian, Bell. Civ. 1. 96 §446; Jos., Bell. 7, 450) ἀπολογία περὶ τοῦ ἐ. defense against the accusation Ac 25:16; ἔ. ἄξιον θανάτου ἢ δεσμῶν a charge deserving death or imprisonment 23:29.② the act or action of expressing disapproval, reproach (Diod S 20, 33, 7; Heraclit. Sto. 21 p. 31, 13; 25 p. 39, 15; Ael. Aristid. 47, 67 K.=23 p. 462 D.; Jos., Ant. 2, 120, C. Ap. 2, 182; Ath. 3:1 al.) φυλάσσεσθαι τὰ ἐ. guard against reproaches ITr 2:3.—Ac 23:25 v.l.—New Docs 3, 66. DELG s.v. καλέω. M-M. TW. -
5 έγκλημα
(-ατός) τό преступление;σώμα τού έγκλήματος — состав преступления;
έγκλημα εσχάτης προδοσίας — государственная измена;
διαπράττω ( — или κάνω) έγκλημα — совершать преступление
-
6 ἔγκλημα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔγκλημα
-
7 έγκλημα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έγκλημα
-
8 ἔγκλημα
A accusation, charge,ἔ. τινι ἔχειν S.Ph. 323
, cf.Tr. 361, Antipho 3.2.9, etc.; ἐγκλήματα ἔχειν τινός, = ἐγκαλεῖν τι, Th.1.26; ἔ. ποιεῖν τι make a thing matter of complaint, Id.3.53; ἐγκλήματα ποιεῖσθαι bring accusations, Id.1.126; τὰ ἐ. τὰ ἔς τινας complaints respecting.., ib.79;ἐν ἐγκλήματι γίγνεσθαι D.18.251
; γίγνεται or ἐστὶ ἔγκλημά μοι πρός τινα I have ground of complaint respecting him, X.Cyr.1.2.6, Lys.10.23; λύειν ἔ. clear away a charge, Plb.2.52.4;λόγοις τὰ ἐ. διαλύεσθαι Th.1.140
.II in Law, written complaint: generally, of complaints which were to lead to private suits, ἔ. λαγχάνειν τινί file a complaint against.., D.34.16, al., cf. PTeb. 616 (ii A. D.).III concrete, a standing reproach, τῆς τύχης καὶ τῶν θεῶν Plu Dio 58.2 defect, Gal.14.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγκλημα
-
9 ἔγκλημα
ἔγ-κλημα, τό, die Beschuldigung, der Vorwurf; εἴς τινα, gegen j-n; ἔγκλημα γίγνεταί μοι, ich werde beschuldigt; der Schimpf. Die Anklageschrift selbst -
10 ἔγκλημα
обвинение, упрек, жалоба.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔγκλημα
-
11 έγκλημα
[энглима] ου а. о. преступление. -
12 έγκλημα
crime -
13 έγκλημα
1) przestępstwo (n) rzecz.2) występek (m) rzecz.3) zbrodnia (f) rzecz. -
14 έγκλημα
zločin -
15 έγκλημα
crimeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έγκλημα
-
16 ἔγ-κλημα
ἔγ-κλημα, τό, die Beschuldigung, der Vorwurf; Soph. Phil. 523; ἔγκλημα καὶ αἰτίαν ἑτοιμάσας Trach. 360; vgl. Plat. Phil. 22 c; εἴς τινα, gegen Jemand, Thuc. 4, 79; τινὸς ἔγκλημα ἔχειν, worüber, 1, 26; ἐγκλήματα ποιεῖν, = ἐγκαλεῖν, Thuc. 3, 43; ποιεῖσϑαι 1, 126; ὑπέρ τινος Lys. 3, 1; γράφειν Plat. Legg. X, 910 b u. oft bei Rednern; τὰ πρός τινα ἐγκλήματα Dem. 1, 7, wie Plat. Legg. III, 685 c; ἔγκλημα γίγνεταί μοι, ich werde beschuldigt, Lys. 16, 10, wie ἐν ἐγκλήματι γίγνεσϑαι, Dem. 18, 251; Arist. Nic. 9, 1; der Schimpf, Xen. Oec. 11, 3. – Die Anklageschrift selbst, Oratt.
-
17 εγκλήμαθ'
ἐγκλήματα, ἔγκλημαaccusation: neut nom /voc /acc plἐγκλήματι, ἔγκλημαaccusation: neut dat sgἐγκλήματε, ἔγκλημαaccusation: neut nom /voc /acc dual -
18 ἐγκλήμαθ'
ἐγκλήματα, ἔγκλημαaccusation: neut nom /voc /acc plἐγκλήματι, ἔγκλημαaccusation: neut dat sgἐγκλήματε, ἔγκλημαaccusation: neut nom /voc /acc dual -
19 εγκλήματ'
ἐγκλήματα, ἔγκλημαaccusation: neut nom /voc /acc plἐγκλήματι, ἔγκλημαaccusation: neut dat sgἐγκλήματε, ἔγκλημαaccusation: neut nom /voc /acc dual -
20 ἐγκλήματ'
ἐγκλήματα, ἔγκλημαaccusation: neut nom /voc /acc plἐγκλήματι, ἔγκλημαaccusation: neut dat sgἐγκλήματε, ἔγκλημαaccusation: neut nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
ἔγκλημα — accusation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… … Dictionary of Greek
έγκλημα — το, ατος 1. αυτό για το οποίο κατηγορείται κάποιος, κατηγορία: Έγκλημα κλοπής. 2. βαριά παράβαση γραπτού ή άγραφου νόμου (ιδίως ο φόνος): Τα εγκλήματα πολλαπλασιάστηκαν τελευταία. 3. (νομ.), άδικη πράξη ή παράλειψη, που καταλογίζεται σ αυτόν που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… … Dictionary of Greek
περιύβριση αρχής — Έγκλημα που διαπράττει όποιος εξυβρίζει, συκοφαντεί και γενικά εκ φράζεται περιφρονητικά για μια αρχή: δημόσια, δημοτική ή κοινοτική. Η π. α. προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο. Ο νόμος, τιμωρώντας την, έχει ως σκοπό να προστατέψει την… … Dictionary of Greek
τοὔγκλημα — ἔγκλημα , ἔγκλημα accusation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκλημ' — ἔγκλημα , ἔγκλημα accusation neut nom/voc/acc sg ἔγκλημι , ἐγκλάω thwart pres ind act 1st sg ἔγκλημαι , ἐγκλάω thwart pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιασμός — Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα … Dictionary of Greek
ἐγκλημάτοιν — ἔγκλημα accusation neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλημάτων — ἔγκλημα accusation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκλήμασι — ἔγκλημα accusation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)