-
1 εσπερινος
-
2 εσπερινός
Iεσπερινός, -ή, -όвечерний:IIεσπερινός οвечерня – одно из суточных богослужений, совершаемое вечером. Вечерня бывает малая, великая и вседневнаяЭтим.< дргр. < έσπερος «вечер» -
3 εσπερινός
-
4 Εσπερινός της Αγάπης
Εσπερινός της Αγάπης οВечерня любви – вечерня на ПасхуΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Εσπερινός της Αγάπης
-
5 εσπερινός ψαλμός
εσπερινός ψαλμός οвечерний псалом – псалмы, читаемые на вечерни: 140-й, 141-й, 129-й, 116-йΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εσπερινός ψαλμός
-
6 αγάπη
αγάπη ηлюбовь –1) любовь к Богу и ближнему:η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη είναι οι κυριότερες χριστιανικές αρετές — вера, надежда и любовь – главные христианские добродетели;
ΦΡ.γιά τήν αγάπη τού Χριστού — ради Бога /любви Христовой;το φιλί της αγάπης — братское целование христиан на Пасху;2) ο εσπερινός αγάπης — вечерня любви – последование вечерни в день Пасхи, второе Воскресение -
7 επταδικές ακολουθίες
επταδικές ακολουθίες οιсемь богослужений, составляющие непрерывный суточный круг богослужения: вечерня (εσπερινός), повечерие (απόδειπνο), полунощница (μεσονυκτικό), утреня (όρθος), третий час (Γ’ώρα), шестой час (ΣΤ’ ώρα), девятый час (Θ’ώρα)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > επταδικές ακολουθίες
См. также в других словарях:
Ἑσπερινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπερινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσπερινός — ή, ό και σπερινός και σπερνός και εσπερνός, ή, ό (ΑΜ ἑσπερινός, ή, όν) [εσπέρα] 1. ο βραδινός, ο εσπέριος 2. εκκλ. το αρσ. ως ουσ. ο εσπερινός (ενν. ύμνος) η εκκλησιαστική ακολουθία γύρω στη δύση τού ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια… … Dictionary of Greek
εσπερινός — ή, ό 1. βραδινός, νυχτερινός: Εσπερινά σχολεία. 2. το αρσ. ως ουσ., εσπερινός η βραδινή εκκλησιαστική ακολουθία: Σε λίγο θα σημάνει εσπερινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σικελικός Εσπερινός — Με το όνομα αυτό έμειναν γνωστοί στην ιστορία η επανάσταση και ο πόλεμος που απέσπασαν τη Σικελία από την ανδηγαυική (γαλλική) κυριαρχία και την παρέδωσαν στην αραγωνική (ισπανική). Ενώ ο Κάρολος A’ ο Ανδηγαυικός ετοίμαζε μια εκστρατεία στην… … Dictionary of Greek
Ἑσπερινά — Ἑσπερινός neut nom/voc/acc pl Ἑσπερινά̱ , Ἑσπερινός fem nom/voc/acc dual Ἑσπερινά̱ , Ἑσπερινός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπερινά — ἑσπερινός neut nom/voc/acc pl ἑσπερινά̱ , ἑσπερινός fem nom/voc/acc dual ἑσπερινά̱ , ἑσπερινός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑσπερινῶν — Ἑσπερινός fem gen pl Ἑσπερινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπερινῶν — ἑσπερινός fem gen pl ἑσπερινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑσπερινόν — Ἑσπερινός masc acc sg Ἑσπερινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑσπερινόν — ἑσπερινός masc acc sg ἑσπερινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)