Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑννύω

См. также в других словарях:

  • ἑννύω — ἕννυμι ves pres subj act 1st sg ἕννυμι ves pres subj act 1st sg ἕννυμι ves pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • αμφιέννυμι — ἀμφιέννυμι και ἀμφιεννύω (Α) 1. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με κάτι, τού φορώ κάτι, ενδύω, ντύνω 2. μέσ. ντύνομαι, φορώ 3. παθ. στην ίδια σημασία με το ενεργητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ἕννυμι, ἑννύω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»