Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑατοῦ

См. также в других словарях:

  • ατός — ή, ό (ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ …   Dictionary of Greek

  • REATE — oppid. alias Sabinorum, nunc Umbriae; vocabulum eius indeclinabile, ut Ateste, Tergeste, etc. nisi quod ea habeant genitivum in tis. Graecis autem ὁ Ρ῾έατος, ut Praeneste ὁ Πραίνεςτος. Hinc Straboni, l. 5. obliquus casus est τῷ Ρ῾έατῳ, ac… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»