Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐϋκτίμενος

См. также в других словарях:

  • ἐυκτίμενος — ἐϋκτίμενος , ἐυκτίμενος good to dwell in masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εϋκτίμενος — ἐϋκτίμενος, η, ον (Α) 1. (ως επίθ. πόλεων) καλός για να κατοικήσει, να διαμείνει κάποιος («ἐϋκτίμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (και για κάθε ανθρώπινο έργο) καλά κατασκευασμένος, καλά καλλιεργημένος, καλοχτισμένος (α. «νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο» …   Dictionary of Greek

  • εὐκτίμενον — ἐυκτίμενος good to dwell in masc acc sg ἐυκτίμενος good to dwell in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτιμένη — ἐυκτίμενος good to dwell in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτιμένην — ἐυκτίμενος good to dwell in fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκτιμένας — εὐκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem acc pl εὐκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυκτιμένας — ἐϋκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem acc pl (epic) ἐϋκτιμένᾱς , ἐυκτίμενος good to dwell in fem gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυκτίμενον — ἐϋκτίμενον , ἐυκτίμενος good to dwell in masc acc sg (epic) ἐϋκτίμενον , ἐυκτίμενος good to dwell in neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγακτιμένη — ἀγακτιμένη, η (Α) η πόλη που έχει χτιστεί καλά ή σε καλή τοποθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα + κτίμενος (πρβλ. ἐϋκτίμενος), μτχ. κάποιου αθέματου ρήματος *κτίμαι (πρβλ. αρχ. ινδ. αθέμ. ρ. kseti, ksivanti «κατοικεί, κατοικούν» και μυκην. ki ti je si =… …   Dictionary of Greek

  • εΰκτιτος — ἐΰκτιτος, ον (Α) εϋκτίμενος* («πόλις ἐΰκτιτος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κτιτος (< κτίζω), πρβλ. ά κτιτος, που μαρτυρείται και στα Μηκυναϊκά στον τύπο a ki ti to] …   Dictionary of Greek

  • εύκτιστος — εὔκτιστος, ον, ποιητ. τ. ἐΰκτιστος, ον (Μ) εϋκτίμενος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτιστός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»