Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐφ-όλκαιον

См. также в других словарях:

  • ολκαίον — ὁλκαῑον, τὸ (Α) βλ. ολκαίος …   Dictionary of Greek

  • ὁλκαῖον — stern post neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκαίοιο — ὁλκαῖον stern post neut gen sg (epic) ὁλκαῖος drawn along masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκαίοις — ὁλκαῖον stern post neut dat pl ὁλκαῖος drawn along masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκαίοισι — ὁλκαῖον stern post neut dat pl (epic ionic aeolic) ὁλκαῖος drawn along masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκαίου — ὁλκαῖον stern post neut gen sg ὁλκαῖος drawn along masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκαίων — ὁλκαῖον stern post neut gen pl ὁλκαῖος drawn along fem gen pl ὁλκαῖος drawn along masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλκαίῳ — ὁλκαῖον stern post neut dat sg ὁλκαῖος drawn along masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφόλκαιο — τὸ (Α ἐφόλκαιον) νεοελλ. (πυροβολ.) δίτροχο όχημα που έλκεται από τετράτροχο το οποίο καλείται προολκαίο («εφόλκαίο τού βλητοφόρου») αρχ. πιθ. πηδάλιο («ξεστὸν ἐφόλκαιον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + ὁλκαῖον (< ἕλκω)] …   Dictionary of Greek

  • ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»