-
1 εφολκαιον
См. также в других словарях:
ἐφόλκαιον — lading plank neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφόλκαιο — τὸ (Α ἐφόλκαιον) νεοελλ. (πυροβολ.) δίτροχο όχημα που έλκεται από τετράτροχο το οποίο καλείται προολκαίο («εφόλκαίο τού βλητοφόρου») αρχ. πιθ. πηδάλιο («ξεστὸν ἐφόλκαιον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + ὁλκαῖον (< ἕλκω)] … Dictionary of Greek