-
1 εφοδευτικως
См. также в других словарях:
εφοδευτικώς — ἐφοδευτικώς (Α) επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *εφοδευτικός (< εφοδευτής)] … Dictionary of Greek
ἐφοδευτικῶς — by tracing an argument indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)