-
1 ἐφ-αρμόζω
ἐφ-αρμόζω, praes. gew. ἐφαρμόττω, daran, darauf passen, fügen; πάντα δέ οἱ χροῒ κόσμον ἐφήρμοσε Παλλάς Hes. O. 76; σχοίνῳ ἐφαρμόσδων Theocr. 1, 53; λόγων τε πίστιν ὧν ἔχειςἐφαρμόσαι Soph. Tr. 620, die Rede beglaubigen; τὰς δαπάνας ταῖς προςόδοις Xen. Ages. 8, 8; ταῠτα τοῖς ὑπὸ σοῦ λεγομένοις, damit vergleichen, Luc. apol. 1; τὶ ἔς τινα, auf Einen beziehen, Pisc. 38; ἐφαρμοστέον, man muß anpassen, Pol. 1, 14, 8. – Intr., daraufpassen, bequem sein, εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε τὰ ἔντεα, Il. 19, 385; κοινὸς ἐφαρμόσει πᾶσιν Arist. pol. 3, 4; ἐπί τι, 3, 1 Eth. Nic. 5, 8, wie Pol. 3, 1, 8; auch πρὸς πάντα τὰ τοῦ βίου πράγματα ἐφαρμόζειν δυνήσεται, wird sich in alle Lebensverhältnisse schicken können, Plut. Consol. ad Apoll. p. 355. – Med. sich fügen in Etwas, τοῖσιν ἐφαρμόζου τῶν κεν καὶ δῆμον ἵκηαι Clearch. bei Ath. VII, 317 b; im eigentlichen Sinne, δούλαν ζεῠγλαν ἐφηρμόσατο, Archi. 24 (IX, 19).
См. также в других словарях:
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek
εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… … Dictionary of Greek
ՅԱՐՄԱՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0348 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c ն. ՅԱՐՄԱՐԵՄ ՅԱՐՄԱՐԻՄ. ἀρμόζω, ἑφαρμόττω, ομαι apto, adapto πλέκω, συνπλέκω necto, connecto եւ quadro, convenio, congruo. Յարմար առնել, եւ լինել. յարել. յարդարել. յերիւրել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)