-
1 χαρακτηρ
- ῆρος ὅ [χαράσσω]1) отпечаток(τῆς εὐγενείας Plut.)
2) печать, клеймо(σφραγῖδες καὴ πᾶς χ. Plat.; χαρακτῆρά τινος ἐπιβαλεῖν τινι Isocr.)
ἀργύρου χ. Eur. — чекан серебряной монеты;ὅ χ. ἐτέθη τοῦ ποσοῦ σημεῖον Arst. — чекан выбит (на монетах) как знак количественного достоинства3) изображение, начертание, знак(ἐν τοῖς πυξίοις Plut.)
4) очертание, форма5) отличительная черта, особенность, своеобразие, характер(τῆς γλῶσσης, τοῦ προσώπου Her.; τῶν ἀνδρῶν Eur.; τῆς ὄψεως Diod.)
εἰληφέναι χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Plat. — уловить особенности каждого вида6) примета, признак(φανερὸς χ. τινος Eur.)
См. также в других словарях:
ἑκατεροῦ — ἑκατερέω kick the rump with one heel after another pres imperat mp 2nd sg (attic) ἑκατερέω kick the rump with one heel after another imperf ind mp 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκατέρου — ἑκάτερος each of two masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαυλωνίζω — (AM) περνώ μέσα από στενή δίοδο, κανάλι, πόρο αρχ. είμαι εκτεθειμένος στους ανέμους («διαυλωνίζειν φαμὲν τὸ δεχόμενον ἐξ ἑκατέρου πνεῡμα χωρίον», Αθήν.) … Dictionary of Greek
οιακίζω — (Α οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω) 1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα τού πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.) 2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ… … Dictionary of Greek
προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… … Dictionary of Greek
προσβαίνω — Α [βαίνω] 1. επιβαίνω, πατώ σε κάτι («εἷλκον δὲ τὰς νευράς, ὁπότε το ξεύοιεν, πρὸς τὸ κάτω τοῡ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες», Ξεν.) 2. προσεγγίζω, πλησιάζω σε κάποιο μέρος («Ἀργεῑοι προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν», Ξεν.) 3. ανέρχομαι,… … Dictionary of Greek
προσφιλονεικώ — και προσφιλονικῶ, έω, ΜΑ φιλονικώ με κάποιον για κάτι («προσφιλονικήσαντες πρὸς τὸ γεγονὸς ἐλάττωμα αὐτοῑς Ρωμαῑοι», Πολ.) αρχ. 1. υπερασπίζω κάτι με θέρμη 2. εμμένω, επιμένω 3. αμφισβητώ κάτι («εἰ... προσφιλονεικοίη τις ἄρτιον καὶ ἐξ ἑκατέρου… … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek