Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐτῠμ-ηγόρος

См. также в других словарях:

  • κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος …   Dictionary of Greek

  • χρησμηγόρος — ον, Α αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης, προφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ ηγόρος, ἐτυμ ηγόρος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • στυγνηγόρος — ον, Α 1. αυτός που αγορεύει και λέει δυσάρεστα πράγματα, αυτός που προλέγει συμφορές 2. (για χρόνο) αυτός κατά τον οποίο επιβάλλεται να λέει κανείς λυπηρά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγνός + ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. ετυμ ηγόρος. Το η τού τ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»