-
1 ἐτραπόμην
-
2 ἐτραπόμην
-
3 τρέπω
См. также в других словарях:
ἐτραπόμην — τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ἐτραπόμην
2 ἐτραπόμην
3 τρέπω
ἐτραπόμην — τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)