-
1 εσπειραμένον
ἐσπειρᾱμένον, σπειράομαιto be coiled: perf part mp masc acc sg (attic)ἐσπειρᾱμένον, σπειράομαιto be coiled: perf part mp neut nom /voc /acc sg (attic)ἐσπειρᾱμένον, σπειράομαιto be coiled: perf part mp masc acc sg (doric aeolic)ἐσπειρᾱμένον, σπειράομαιto be coiled: perf part mp neut nom /voc /acc sg (doric aeolic) -
2 ἐσπειραμένον
ἐσπειρᾱμένον, σπειράομαιto be coiled: perf part mp masc acc sg (attic)ἐσπειρᾱμένον, σπειράομαιto be coiled: perf part mp neut nom /voc /acc sg (attic)ἐσπειρᾱμένον, σπειράομαιto be coiled: perf part mp masc acc sg (doric aeolic)ἐσπειρᾱμένον, σπειράομαιto be coiled: perf part mp neut nom /voc /acc sg (doric aeolic) -
3 σπειράω
σπειράω, wickeln, winden, zusammendrehen; ἐσπειραμένον σχοινίον S. Emp. pyrrh. 1, 227, wie δράκοντας ἐσπειραμένους Luc. philops. 22; s. Lob. Phryn. 204.
-
4 σπειραω
свивать, скручиватьδράκοντες ἐσπειραμένοι Luc. — свернувшиеся или клубящиеся драконы;
σχοινίον ἐσπειραμένον Sext. — скрученный канат -
5 σπειράομαι
A to be coiled or folded round,πέντε ζῶναι ἐσπείρηντο Eratosth.16.3
; πέριξ.. σπειρηθεὶς [δράκων] Nic. Th. 457;δράκοντα.. ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῖον Paus.10.33.9
;σχοινίου ἐσπειραμένου S.E.P.1.227
: c. dat., ὄφεις ἐσπειρημένους τοῖς παισίν coiled round them, f.l. in Sch.Lyc.p.5 S. for ἐπῃωρημένους.2 metaph.,λόγος ἐσπειραμένος πρὸς δεινότητα Demetr.Eloc.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπειράομαι
См. также в других словарях:
ἐσπειραμένον — ἐσπειρᾱμένον , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc acc sg (attic) ἐσπειρᾱμένον , σπειράομαι to be coiled perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic) ἐσπειρᾱμένον , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc acc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπειρώμαι — άομαι, ΝΑ [σπεῑρα] συστρέφομαι, περιελίσσομαι, συσπειρώνομαι («δράκοντα... ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῑον», Παυσ.) αρχ. (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ἐσπειραμένος (για λόγο) αυτός που περιέχει φραστικούς ελιγμούς … Dictionary of Greek