Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐσπειραμένον

См. также в других словарях:

  • ἐσπειραμένον — ἐσπειρᾱμένον , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc acc sg (attic) ἐσπειρᾱμένον , σπειράομαι to be coiled perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic) ἐσπειρᾱμένον , σπειράομαι to be coiled perf part mp masc acc sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπειρώμαι — άομαι, ΝΑ [σπεῑρα] συστρέφομαι, περιελίσσομαι, συσπειρώνομαι («δράκοντα... ἐσπειραμένον περὶ τὸ ἀγγεῑον», Παυσ.) αρχ. (το αρσ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ἐσπειραμένος (για λόγο) αυτός που περιέχει φραστικούς ελιγμούς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»