-
1 ερίφειος
-
2 ἐρίφειος
-
3 εριφειος
-
4 ἐρίφειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίφειος
-
5 ερίφειον
-
6 ἐρίφειον
-
7 εριφείοις
-
8 ἐριφείοις
-
9 εριφείου
-
10 ἐριφείου
-
11 εριφείω
-
12 ἐριφείῳ
-
13 εριφείων
-
14 ἐριφείων
-
15 ερίφεια
-
16 ἐρίφεια
-
17 ἔριφος
Grammatical information: m. and f.Meaning: `young he-goat' (Il., Crete); in plur. name of a constellation of stars (Demokr., Theoc.; s. Scherer Gestirnnamen 124f.).Derivatives: Hypocoristic diminutive ἐρίφιον (Athenio Com.) with ἐριφιήματα ἔριφοι. Λάκωνες H. (on the formation Chantraine Formation 178, Schwyzer 523); adj. ἐρίφειος `belonging to ἔριφος' (Com., X.); Έρίφιος surname of Dionysos in Metapontum (Apollod.; cf. on Εἰραφιώτης); ἐριφέας (for *ἐριφίας?) χίμαρος H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like ἔλαφος a. o. (s. v.). - Resembles a word for `goat, deer', OIr. heirp (\< * erbhī?; futher Pok. 326). Much farther is Arm. oroǰ `agnus, agna' (\< *er-oǰ, erinǰ `young cow' (unclear) and Italic, Lat. aries, -ĕtis, Umbr. erietu `arietem'. Also in ἐρῑνεός `wild fig' an old word for `buck' has been supposed (s. v.). - See W.-Hofmann s. aries. Cf. Specht Ursprung 156 und 221.Page in Frisk: 1,560Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔριφος
См. также в других словарях:
ερίφειος — ἐρίφειος, ον (Α) [έριφος] αυτός που ανήκει στο ερίφιο, στο κατσίκι ή που παράγεται ή προέρχεται από ερίφιο («κρέα ἄρνεια, ἐρίφεια», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἐρίφειος — of a kid masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφειον — ἐρίφειος of a kid masc/fem acc sg ἐρίφειος of a kid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριφείοις — ἐρίφειος of a kid masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριφείου — ἐρίφειος of a kid masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριφείων — ἐρίφειος of a kid masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριφείῳ — ἐρίφειος of a kid masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίφεια — ἐρίφειος of a kid neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… … Dictionary of Greek