-
1 εριβρεμέτης
-
2 ἐριβρεμέτης
-
3 εριβρεμετης
-
4 ἐριβρεμέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριβρεμέτης
-
5 ἐριβρεμέτης
ἐρι - βρεμέτης, εω ( βρέμω): loudthundering, Il. 13.624†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐριβρεμέτης
-
6 ἐριβρεμέτης
ἐρι-βρεμέτης, ὁ, u. ἐρι-βρεμής, ές, der laut tosende, donnernde Zeus; λέων, laut brüllend; αὐλός, laut schallend -
7 εριβρεμης
-
8 εριβρομος
-
9 εριβρεμέταν
ἐριβρεμέτᾱν, ἐριβρεμέτηςloud-thundering: masc acc sg (epic doric aeolic)ἐριβρεμέτηςloud-thundering: masc acc sg -
10 ἐριβρεμέταν
ἐριβρεμέτᾱν, ἐριβρεμέτηςloud-thundering: masc acc sg (epic doric aeolic)ἐριβρεμέτηςloud-thundering: masc acc sg -
11 εριβρεμέτας
ἐριβρεμέτᾱς, ἐριβρεμέτηςloud-thundering: masc acc plἐριβρεμέτᾱς, ἐριβρεμέτηςloud-thundering: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 ἐριβρεμέτας
ἐριβρεμέτᾱς, ἐριβρεμέτηςloud-thundering: masc acc plἐριβρεμέτᾱς, ἐριβρεμέτηςloud-thundering: masc nom sg (epic doric aeolic) -
13 αὐλός
αὐλός (ἄω, αὔω), ὁ, 1) jedes Blaseinstrument, bes. die Flöte, theils von Rohr u. Holz, theils von Knochen u. Metall, von unserer Flöte sowohl durch das eingesetzte Mundstück ( γλωσσίς), als durch den stärkeren, tieferen Ton verschieden; Il. 10, 13. 18, 495; H. h. Merc. 451. Es gab bei den verschiedenen griechischen Stämmen verschiedene Flöten; Her. unterscheidet γυναικεῖος καὶ ἀνδρεῖος, 1, 17; Pind. spricht von βοή u. καναχὴ αὐλῶν, Ol. 3, 8 P. 10, 39; καλλιβόας Soph. Ir. 658; βαρύβρομος Eur. Hel. 1367; ἐριβρεμέτης Archi. 4 (VI, 195); Ἐνυαλίου, die Trompete, Tymn. 1 (VI, 157). Man sagte πρὸς αὐλὸν ὀρχεῖσϑαι, λέγειν, Xen., wie ὑπ' αὐλοῦ, Her., ὑπὸ τὸν αὐλόν, Xen., s. die Präpos. – 2) jede Röhre, röhrenartiger Körper, nach Ath. V, 189 c πᾶν τὸ διατεταμένον εἰς εὐϑύτητα σχῆμα. ὥσπερ τὸ στάδιον, wie Lycophr. 40; ἐγκέφαλος παρ' αὐλὸν ἀνέδραμεν Il. 17, 297, das Gehirn spritzte neben der Röhre des Speers heraus. Andere erkl. röhrenweis, d. i. stromweis, wie Od. 22, 18 αὐλὸς παχύς ein dicker Blutstrom ist; Poll. 5, 20 αὐλός, τῆς λόγχης τὸ περὶ τὸ ξύλον; Eusth. ἡ ὀπὴ τῆς αἰχμῆς, ᾗ τὸ ξύλον ἐμβάλλεται; Od. 19, 227 περόνη τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι, mit doppelten Röhren, die Löcher, in welche die Haken eingreifen. Bei Arist. H. A. die Röhren, wodurch der Wallfisch das Wasser ausstößt; ποδῶν, Röhrknochen, Opp. Cyn. 1, 189. – 3) ein Fisch.
-
14 ἐρί-βρομος
ἐρί-βρομος, = ἐριβρεμέτης, λέοντες Pind. Ol. 10, 21, νεφέλη P. 6, 11, χϑών 6, 3; bes. Beiname des Bacchus bei sp. D.
-
15 Ζευς
gen. Διός (dat. Διΐ и Δί с ῑ, acc. Δία, voc. Ζεῦ; эп.-поэт.: gen. Ζηνός, dat. Ζηνί, acc. Ζῆνα и Ζῆν, дор. Ζᾶν и Δᾶν; поздн. у Sext. gen. Ζεός, dat. Ζεΐ, acc. Ζέα) Зевс ( сын Кроноса и Реи - Κρόνου παῖς, Κρονίδης и Κρονίων Hom., Hes.; его эпитеты преимущ. у Hom.: ἄναξ βασιλεύς «владыка и повелитель», πατέρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε «отец богов и людей», μητιέτα, ὕπατος μήστωρ «высший промыслитель», μέγα, μέγιστος, κύδιστος, ὑπερμενής, ὑψίζυγος «величайший из богов», πανομφαῖος «податель всех знамений»: Ζ. αἰθέρι ναίων, νύκτες τε καὴ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν, Ζ. ὕει, Ζ. νίφει; νεφεληγερέτα, κελαινεφής «тучегонитель», εὐρυόπα, τερπικέραυνος, ἀργικέραυνος, ἀστεροπητής, ὑψιβρεμέτης, ἐριβρεμέτης, ἐρίγδουπος, στεροπηγερέτα «громовержец», αἰγίοχος «эгидодержавный», ξείνιος «блюститель законов гостеприимства», ἱκετήσιος «покровитель просящих об убежище», μειλίχιος, σωτήρ «спаситель», ἐλευθέριος «освободитель от иноземного ига», ἀγώνιος «бог браней», ὃρκιος, πίστιος «страж и покровитель верности», μόριος «защитник священных масличных рощ Аттики», ἑρκεῖος, ὁμόγνιος «хранитель домашнего очага и семейных уз», он брат и супруг Геры - πόσις Ἥρης, бог племени древних пеласгов - Πελασγικός, почитаемый во всей Греции, но с главным культовым центром в Додоне - Δωδωναῖος; иногда он обособляется от сонма богов, напр. в обращении ὦ Ζεῦ καὴ θεοί Xen.; впоследствии отождествл. с римск. Juppiter)πρὸς (τοῦ) Διός! — клянусь Зевсом!;
μὰ (τὸν) Δία! — нет, клянусь Зевсом!;νέ (τὸν) Δία! — да, клянусь Зевсом!;τῷ Διῒ πλούτου πέρι ἐρίζειν погов. Her. — тягаться в богатстве с (самим) Зевсом;Διὸς ὅ ἀστήρ Arst. — планета Юпитер;Διὸς ἡμέρα поздн. — четверг (лат. Jovis dies);Ζ. (κατα-) χθόνιος Hom. (ср. Juppiter Stygius Verg.) — подземный Зевс = Ἅιδης -
16 εριβρεμετάν
-
17 ἐριβρεμετᾶν
-
18 εριβρεμέταο
-
19 ἐριβρεμέταο
-
20 εριβρεμέτεω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐριβρεμέτης — loud thundering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριδρεμέτης — ἐριβρεμέτης, ὁ (Α) 1. (κυρίως για τον Δία) αυτός που βροντά ισχυρά («ἐριβρεμέτης Ζεύς») 2. αυτός που βρυχάται ισχυρά («ἐριβρεμέται λέοντες») 3. (κυρίως για μουσικό όργανο) αυτός που ηχεί ισχυρά («ἐριβρεμέτης αὐλός», Αρχίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι… … Dictionary of Greek
ἐριβρεμετᾶν — ἐριβρεμέτης loud thundering masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριβρεμέτην — ἐριβρεμέτης loud thundering masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριβρεμέτου — ἐριβρεμέτης loud thundering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριβρεμέτῃ — ἐριβρεμέτης loud thundering masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
ἐριβρεμέταν — ἐριβρεμέτᾱν , ἐριβρεμέτης loud thundering masc acc sg (epic doric aeolic) ἐριβρεμέτης loud thundering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριβρεμέτας — ἐριβρεμέτᾱς , ἐριβρεμέτης loud thundering masc acc pl ἐριβρεμέτᾱς , ἐριβρεμέτης loud thundering masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FREMITUS — leoni proprius. Plin. l. 8. c. 16. Ubi saevit in viros, prius quam in feminas, fremit, Virg. Aen. l. 9. v. 341. l. 12. v. 8. Fremit ore cruento, Lucan. Civ. Bell. l. 1. v. 209. vasto et grave murmur hiatu Infremuit. Senec. in Oedipo, Act. 1.… … Hofmann J. Lexicon universale
βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… … Dictionary of Greek