-
1 ερασιχρηματος
См. также в других словарях:
ερασιχρήματος — ἐρασιχρήματος, ον (AM) αυτός που αγαπά υπερβολικά το χρήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το α’ συνθετικό βλ. ερασίμολπος] … Dictionary of Greek
ἐρασιχρήματος — loving money masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιχρηματώτερον — ἐρασιχρήματος loving money masc acc comp sg ἐρασιχρήματος loving money neut nom/voc/acc comp sg ἐρασιχρήματος loving money adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιχρήματον — ἐρασιχρήματος loving money masc/fem acc sg ἐρασιχρήματος loving money neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιχρημάτοις — ἐρασιχρήματος loving money masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιχρημάτου — ἐρασιχρήματος loving money masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιχρημάτους — ἐρασιχρήματος loving money masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρασιχρήματοι — ἐρασιχρήματος loving money masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)