-
1 αφη
I.II.I(ᾰ) ἥ [ἅπτω 1] тж. pl.1) прикосновение, осязание(ἁ. πρώτη αἴσθησίς, sc. ἐστιν Arst.)
2) чувство осязания Plat., Arst., Luc.3) муз. туше(ἐμμελές ἁ. καὴ κροῦσις Plut.)
4) сочленение(διακρίνεσθαι κατὰ τὰς ἁφάς Arst.)
5) ( у атлетов) схватывание, хваткаἁφέν ἐνδιδόναι Plut. — дать возможность ухватиться, не уметь ускользнуть (от противника);
ἁφέν ἔχειν ἄφυκτον Plut. — обладать неотразимым обаяниемII(ᾰ) ἥ [ἅπτω II] зажиганиеπερὴ λύχνων ἁφάς Her., Diod. — когда зажигаются светильники, т.е. с наступлением вечера
-
2 ἁφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἁφή
-
3 αφή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αφή
-
4 αφή
η1) прикосновение; 2) осязание; αίσθηση της αφής чувство осязания; § περί λύχνων αφάς под вечер, к вечеру; вечером -
5 ἁφή
сочленение, сустав.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁφή
-
6 ἀφῇ
простилоставитΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀφῇ
-
7 αφή
[афи] ουσ θ осязание. -
8 αφεη
-
9 αναβλεψις
-
10 επαφη
- ῆς ἥ1) прикосновение, касание(ταῖς ἐπαφαῖς ἐκτρίβεσθαι Plut.)
ἐξ ἐπαφῆς Aesch. — (простым) прикосновением;ἐ. γίγνεταί τινι περί τι Plat. — происходит соприкосновение чего-л. с чем-л.2) осязание3) подавление, укрощение(τῆς ἐκμελοῦς φιλοτιμίας Plut.)
4) порицание(ἐ. καὴ νουθεσία Plut.)
-
11 συναφη
πολλὰς πρὸς ἄλληλα συναφὰς ἐνδιδόναι Plut. — иметь много точек взаимного соприкосновения;
αἱ πλευραὴ κατὰ τέν συναφέν κεκλιμέναι Plut. — сходящиеся стороны (треугольника) -
12 860
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 860
См. также в других словарях:
ἁφή — lighting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… … Dictionary of Greek
ἁφῇ — ἅπτω fasten aor subj pass 3rd sg ἁφάω to handle pres subj mp 2nd sg (doric) ἁφάω to handle pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἁφάω to handle pres subj act 3rd sg (doric) ἁφάω to handle pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁφή lighting fem dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφή — η μία από τις πέντε αισθήσεις: Αισθητήριο της αφής είναι το δέρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφῇ — ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁφῆι — ἁφῇ , ἅπτω fasten aor subj pass 3rd sg ἁφῇ , ἁφάω to handle pres subj mp 2nd sg (doric) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres subj act 3rd sg (doric) ἁφῇ , ἁφάω to handle pres ind act 3rd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀφῆι — ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἐφῇ , ἐφίημι send to aor subj act 3rd sg ἐφῇ , ἐφίημι send to aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφῆι — ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg ἀφῇ , ἀφίημι send forth aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁφαῖς — ἁφή lighting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁφαί — ἁφή lighting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁφήν — ἁφή lighting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)