-
1 επωδος
I21) зачаровывающий, исцеляющий магическими заклинаниями(μῦθοι Plat.)
2) целебный, оказывающий помощь, полезный(τινι πρὸς ἀρετήν Plat.)
3) утешающий, дающий успокоениеἐ. τινι εἶναι Plut. — служить утешением кому-л.;
θῦσαί τινα ἐπῳδόν τινος Aesch. — принести кого-л. в жертву для умилостивления кого-л.4) выражаемый в песне, пропетый(φωναί Plut.)
ὄνομα μορφῆς ἐπῳδόν - v. l. ἐπώνυμον Eur. — имя, данное в соответствии с наружностьюIIὅ1) заклинатель, волшебник, чародей(ἐ. καὴ γόης Eur., Plat.)
2) стих. эпод, припев (второй стих ямбического двустишия, состоящего из триметра и диметра)ἥ стих. эпод ( третья часть хора - после строфы и антистрофы) -
2 επωδός
επωδός οсм. εφύμνιο -
3 επωδός
η1) припев; 2) перен. ирон. старая песня (о чемто надоевшем, избитом); 3) ист. лит. эпод
См. также в других словарях:
ἐπῳδός — singing to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα … Dictionary of Greek
επωδός — η στίχος ή ολόκληρη στροφή που ξαναγυρίζει συχνά σε κάποιο ποίημα ή τραγούδι και επαναλαμβάνεται σε διαφορετικό ρυθμό ύστερα από μία ή περισσότερες στροφές, το γύρισμα, το τσάκισμα, το ρεφρέν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπωιδόν — ἐπῳδός singing to masc/fem acc sg ἐπῳδός singing to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδόν — ἐπῳδός singing to masc/fem acc sg ἐπῳδός singing to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδοῦ — ἐπῳδός singing to masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδούς — ἐπῳδός singing to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωιδός — ἐπῳδός singing to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδοῖς — ἐπῳδός singing to masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδοί — ἐπῳδός singing to masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῳδοῦ — ἐπῳδός singing to masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)