-
1 επίκρανον
ἐπίκρᾱνον, ἐπίκρανονthat which is put: neut nom /voc /acc sgἐπίκρᾱνον, ἐπικραίνω—bring to passaor imperat act 2nd sg (attic) -
2 ἐπίκρανον
ἐπίκρᾱνον, ἐπίκρανονthat which is put: neut nom /voc /acc sgἐπίκρᾱνον, ἐπικραίνω—bring to passaor imperat act 2nd sg (attic) -
3 επικρανον
τό1) головной убор, головная повязка Eur.2) архит. капитель (sc. τοῦ στύλου Eur.) -
4 ἐπίκρανον
1 capital (of a pillar) ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων (ταῖς τῶν στύλων κορυφαῖς. Σ.) fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7. -
5 επίκρανον
τό1) капюшон; башлык; 2) архит. капитель -
6 ἐπίκρανον
ἐπίκρᾱν-ον, τό,II. = κιονόκρανον, capital, Pi.Fr.88.5, E.IT51, IG12.313.89, 22.1668.44, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκρανον
-
7 ἐπίκρᾱνον
ἐπί-κρᾱνον, τό, alles auf dem Kopfe Befindliche, Kopfputz; Kopfbedeckung. In der Baukunst: der Säulenkopf -
8 ἐπί-κρηνον
ἐπί-κρηνον, τό, = ἐπίκρανον, Hesych.
-
9 ἐπί-κρᾱνον
ἐπί-κρᾱνον, τό, alles auf dem Kopfe Befindliche, Kopfputz; βαρύ μοι κεφαλῆς ἐπίκρανον ἔχειν Eur. Hipp. 201, Schol. κεφαλόδεσμος; Kopfbedeckung, καὶ σκέπασμα Strab. XI, 504; der Helm, Poll. 7, 70. – In der Baukunst, der Säulenkopf, Pind. frg. 58; Eur. I. T. 51.
-
10 επικράνοις
-
11 ἐπικράνοις
-
12 επικράνοισι
-
13 ἐπικράνοισι
-
14 επικράνων
-
15 ἐπικράνων
-
16 επίκρανα
ἐπίκρᾱνα, ἐπίκρανονthat which is put: neut nom /voc /acc plἐπίκρᾱνα, ἐπικραίνω—bring to passaor ind act 1st sg (attic) -
17 ἐπίκρανα
ἐπίκρᾱνα, ἐπίκρανονthat which is put: neut nom /voc /acc plἐπίκρᾱνα, ἐπικραίνω—bring to passaor ind act 1st sg (attic) -
18 τουπίκρανον
ἐπίκρᾱνον, ἐπίκρανονthat which is put: neut nom /voc /acc sgἐπίκρᾱνον, ἐπικραίνω—bring to passaor imperat act 2nd sg (attic) -
19 τοὐπίκρανον
ἐπίκρᾱνον, ἐπίκρανονthat which is put: neut nom /voc /acc sgἐπίκρᾱνον, ἐπικραίνω—bring to passaor imperat act 2nd sg (attic) -
20 ἐπικράνισμα
A = ἐπίκρανον, Hsch. s.v. ἰανοκρήδεμνος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικράνισμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπίκρανον — ἐπίκρᾱνον , ἐπίκρανον that which is put neut nom/voc/acc sg ἐπίκρᾱνον , ἐπικραίνω bring to pass aor imperat act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκρανο — το (Α ἐπίκρανον) [κρανίον] νεοελλ. το σακοειδές σχήμα τής χλαίνης που καλύπτει το κεφάλι πάνω από το πηλήκιο τών στρατιωτικών, η κουκούλα αρχ. 1. κάθε κάλυμμα ή κόσμημα τού κεφαλιού, κεφαλόδεσμος 2. αρχιτ. το κιονόκρανο, το αρχιτεκτονικό μέλος… … Dictionary of Greek
περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… … Dictionary of Greek
ԳԼԽԱԴԻՐ — (դրի.) NBH 1 0559 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 14c գ. ἑπίκρανον, τουπίκρανιον velamen, capitis ligamen, vitta Ծածկոյթ գլխոյ. գլխաշուք կանանց. եւ որ ինչ արկանի զգլխով եւ պարանոցաւ. լաչակ. ... *Զգլխագիրն ʼի բաց հանցէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
τοὐπίκρανον — ἐπίκρᾱνον , ἐπίκρανον that which is put neut nom/voc/acc sg ἐπίκρᾱνον , ἐπικραίνω bring to pass aor imperat act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράνοις — ἐπικρά̱νοις , ἐπίκρανον that which is put neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράνοισι — ἐπικρά̱νοισι , ἐπίκρανον that which is put neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράνων — ἐπικρά̱νων , ἐπίκρανον that which is put neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκρανα — ἐπίκρᾱνα , ἐπίκρανον that which is put neut nom/voc/acc pl ἐπίκρᾱνα , ἐπικραίνω bring to pass aor ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)