-
1 ἐπακέομαι
A repair, τὸν δρόμον, τὰς γεφύρας, IG22.1126.37,41 (Amphict. Delph.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπακέομαι
-
2 ἐφακέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφακέομαι
См. также в других словарях:
επακέομαι — ἐπακέομαι και (σε επιγρ.) έφακέομαι (Α) διορθώνω, επισκευάζω … Dictionary of Greek
ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση … Dictionary of Greek
εφακέομαι — ἐφακέομαι αντὶ ἐπακέομαι (Α) επίγρ. επιδιορθώνω, επισκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἀκέομαι «επισκευάζω». Η δάσυνση μάλλον αναλογική] … Dictionary of Greek