-
1 επωδυνος
-
2 επώδυνος
ος, ον болезненный, мучительный;επώδυνον σημείον — больное место
-
3 επώδυνος
[эподинос] επ болезненный, мучительный.
См. также в других словарях:
ἐπώδυνος — painful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επώδυνος — η, ο (AM ἐπώδυνος, ον) οδυνηρός, γεμάτος οδύνη («ἐπώδυνα τραύματα», Αριστοφ.) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπώδυνα οδύνες, θλίψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οδύνη. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
επώδυνος — η, ο επίρρ. α 1. που προκαλεί οδύνη (σωματικό πόνο), οδυνηρός (αντίθ. ανώδυνος). 2. (ιατρ.), «επώδυνο σημείο», σε φλεγμονές, νευρίτιδες ή άλλες παθήσεις το σημείο εκείνο της επιφάνειας του δέρματος που κι ελαφρά αν πιεστεί προκαλεί δυνατό πόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπωδυνώτερον — ἐπώδυνος painful masc acc comp sg ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc comp sg ἐπώδυνος painful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωδυνώτατον — ἐπώδυνος painful masc acc superl sg ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωδύνως — ἐπώδυνος painful adverbial ἐπώδυνος painful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπώδυνον — ἐπώδυνος painful masc/fem acc sg ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωδυνώτερα — ἐπώδυνος painful neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωδύνοις — ἐπώδυνος painful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωδύνοισι — ἐπώδυνος painful masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωδύνου — ἐπώδυνος painful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)