-
1 επικλην
adv. [καλέω] по имени(Δίφιλος ὅ Λαβύρινθος ἐ. Luc.)
ἐ. ἔχειν, λέγεσθαι или καλεῖσθαι Plat. — быть названным, именоваться
См. также в других словарях:
επίκλη — ἐπίκλη, ή (AM) 1. (κατά τον Ησύχ.) επίκληση, επωνυμία χρησιμοποιείται μόνο στην αιτ. στην έκφραση ἐπίκλην ἔχω ονομάζομαι, καλούμαι, έχω ονομασία («ἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά», Πλάτ.) 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπίκλην α) κατ’ επίκληση, με την… … Dictionary of Greek