-
1 επιπροσθεν
Iadv. впередиἐ. ποιεῖσθαί τινα и τι Xen. — поставить кого(что)-л. впереди (себя), т.е. укрыться (спрятаться) за кем(чем)-л.;
ταῦτα αὐτοῖς πάντα ἐ. γίγνεται Plat. — все это служит для них (богачей) покровом;ποῖον ἐ. νέφος θῶμαι ; Eur. — за каким облаком мне укрыться?, т.е. куда мне спрятаться?II1) впереди, перед(ἐ. τῶν ὀφθαλμῶν ἔχειν Plat.; ἐ. τινος φέρεσθαι Arst.)
2) выше, лучшеτί τινος ἐ. θεῖναι Eur. или ποιεῖσθαι Plat., Plut. — ставить что-л. выше чего-л., т.е. предпочитать что-л. чему-л.;
ἐ. εἶναί τινος Eur. — быть лучше чего-л. (ср. 1)
См. также в других словарях:
επίπροσθεν — ἐπίπροσθεν (AM) [πρόσθεν] επίρρ. 1. (για τόπο) μπροστά («ποῑον ἐπίπροσθεν νέφος θῶμαι», Ευρ.) 2. (με γεν.) μπροστά σε κάτι («ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν ἔχοντα», Πλάτ.) 3. (για βαθμό, τάξη, σειρά) πρώτα, σε πρώτη θέση (α. «καί μὴ ‘πίπροσθεν τῶν ἐμῶν… … Dictionary of Greek
ἐπίπροσθεν — before nu̱movable indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πίπροσθεν — ἐπίπροσθεν , ἐπίπροσθεν before nu̱movable indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπροσθε — ἐπίπροσθεν before indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπροσθώ — (AM ἐπιπροσθῶ, έω) [επίπροσθεν] μπαίνω, βρίσκομαι μπροστά, παρεμβάλλομαι, εμποδίζω («ἐπιπροσθοῡντος τοῡ Κιθαιρῶνος», Θεόφρ.) αρχ. μτφ. σκιάζω, επισκοτίζω, συσκοτίζω («τὸν χρόνον... ἐπιπροσθοῡντα τῇ γνώσει τῶν πραγμάτων», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἐπίπροσθ' — ἐπίπροσθε , ἐπίπροσθεν before indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)