-
1 επιορκος
-
2 ἐπίορκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπίορκος
-
3 επίορκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επίορκος
-
4 επίορκος
η, ο [ος, ον ] 1. клятвопреступнический; нарушающий клятву, вероломный;2. (ο) клятвопреступник -
5 ἐπίορκος
клятвопреступник.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπίορκος
-
6 1965
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1965
См. также в других словарях:
ἐπίορκος — sworn falsely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
επίορκος — η, ο που καταπατά τον όρκο του, που αθετεί ένορκη υπόσχεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιόρκως — ἐπίορκος sworn falsely adverbial ἐπίορκος sworn falsely masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίορκον — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem acc sg ἐπίορκος sworn falsely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιορκοτάτους — ἐπίορκος sworn falsely masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιόρκοις — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιόρκου — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιόρκους — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιόρκων — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιόρκῳ — ἐπίορκος sworn falsely masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)