-
1 εποργιαζω
справлять праздник, праздноватьΚρήτη, ὅπου πόλεσσιν Ἔρως ἐποργιάζει Anacr. — Крит, в городах которого справляет свое торжество Эрот
-
2 ἐποργιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποργιάζω
-
3 ἐποργιάζω
-
4 εποργιάζει
-
5 ἐποργιάζει
См. также в других словарях:
εποργιάζω — ἐποργιάζω (Α) τελώ όργια σε κάποιο τόπο … Dictionary of Greek
ἐποργιάζει — ἐποργιάζω revel in pres ind mp 2nd sg ἐποργιάζω revel in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)