Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπι-φλέγω

См. также в других словарях:

  • επιφλογώδης — ἐπιφλογώδης, ες (Α) αυτός που έχει την όψη σαν φλογισμένη, που έχει φλεγμονή στην επιφάνεια τού δέρματος («ἐπιφλογώδεσιν ἐξερύθροισι χρώμασι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλογώδης (< φλοξ < φλέγω)] …   Dictionary of Greek

  • επιφλόγισμα — ἐπιφλόγισμα, τὸ (Α) 1. φλόγωση στην επιφάνεια τού δέρματος, φλεγμονή 2. στον πληθ. τὰ ἐπιφλεγόμενα χιονίστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλόγισμα (< φλογίζω < φλοξ < φλέγω)] …   Dictionary of Greek

  • περιφλεγής — ές, Α με φλόγες από παντού. Επιρρ. περιφλεγῶς με μεγάλη φλόγα, με μεγάλη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλεγής (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. επι φλεγής] …   Dictionary of Greek

  • υποφλέγω — Α [φλέγω] 1. θερμαίνω βάζοντας φωτιά αποκάτω 2. μέσ. ὑποφλέγομαι μτφ. καίγομαι σιγά σιγά («ὑποφλέγεσθαι τὴν καρδίαν ἐπί τινι», Ρητ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»