-
1 επιφλεγω
1) сжигать, жечь(νεκρόν Hom.; πάντα Her.; πόλιν Thuc.; χώραν Plut.)
2) перен. воспламенять, зажигать, воодушевлять(σάλπιγξ πάντ΄ ἐκεῖν΄ ἐπέφλεγεν Aesch.)
; тж. med.-pass. воспламеняться, вспыхивать(ἐπιφλέγεται τὰ περὴ τὰ στήθη Arst.; ἔρως ἐπέφλεγε Plut.)
3) приводить в восторг, увлекать(πόθῳ τέν Ἑλλάδα Plut.)
4) делать известным, прославлять(πόλιν ἀοιδαῖς Pind.)
5) гореть как жар, пылать (о ἥλιος ἐπιφλέγει Luc.)6) перен. блистать, сиять(δόξα τινὸς ἐπιφλέγει Pind.)
См. также в других словарях:
επιφλογώδης — ἐπιφλογώδης, ες (Α) αυτός που έχει την όψη σαν φλογισμένη, που έχει φλεγμονή στην επιφάνεια τού δέρματος («ἐπιφλογώδεσιν ἐξερύθροισι χρώμασι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλογώδης (< φλοξ < φλέγω)] … Dictionary of Greek
επιφλόγισμα — ἐπιφλόγισμα, τὸ (Α) 1. φλόγωση στην επιφάνεια τού δέρματος, φλεγμονή 2. στον πληθ. τὰ ἐπιφλεγόμενα χιονίστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλόγισμα (< φλογίζω < φλοξ < φλέγω)] … Dictionary of Greek
περιφλεγής — ές, Α με φλόγες από παντού. Επιρρ. περιφλεγῶς με μεγάλη φλόγα, με μεγάλη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλεγής (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. επι φλεγής] … Dictionary of Greek
υποφλέγω — Α [φλέγω] 1. θερμαίνω βάζοντας φωτιά αποκάτω 2. μέσ. ὑποφλέγομαι μτφ. καίγομαι σιγά σιγά («ὑποφλέγεσθαι τὴν καρδίαν ἐπί τινι», Ρητ.) … Dictionary of Greek