Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπι-σπουδάζω

См. также в других словарях:

  • σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφώ — φιλοσοφῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόσοφος] είμαι φιλόσοφος, ασχολούμαι με την φιλοσοφία, σκέπτομαι και ερευνώ κατά τρόπο φιλοσοφικό 2. αντιμετωπίζω κάτι με φιλοσοφικότητα (α. «μπόρεσε να τό ξεπεράσει γιατί τό φιλοσόφησε» β. «ἵνα φιλοσοφήσῃ τὸ ταπεινὸν εἰς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»