-
1 επιπολαζω
1) держаться на поверхности, подниматься на поверхность, плавать поверх, всплывать2) получать или иметь преобладание, одерживать верх(ἐν πᾶσι τοῖς πολιτεύμασιν Polyb.)
ἐν τρισὴ καὴ δέκα ἔτεσιν, οἷς ἐπιπολάζει Dem. — за тринадцать лет, в течение которых он стал играть крупную роль;καταμαθὼν τοῖς τηλικούτοις ὕβριν ἐπιπολάζουσαν Xen. — заметив, что у достигших этого возраста (т.е. юношей) главной чертой является своеволие3) получить распространение, быть в ходу(ἥ ἐπιπολάζουσα τὰ νῦν λεσχηνεία Plat.; αἱ μάλιστα ἐπιπολάζουσαι δόξαι Arst.)
4) быть дерзким, наглым(τινί Plut.)
5) выходить из берегов, разливаться(ἐπιπολάσασα θάλασσα Luc.)
6) обращаться (к чему-л., быть занятым чем-л.), заниматься(τῇ ῥητοριχῇ Luc.)
См. также в других словарях:
ευεπιπόλαστος — εὐεπιπόλαστος, ον (Α) (για τροφή) αυτός που εύκολα ξαναγυρίζει στον οισοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι πολάζω «βρίσκομαι στην επιφάνεια»] … Dictionary of Greek
υπερπολάζω — Α πλημμυρίζω («ἐπειδὴ δὲ ὑπερεπόλασεν ἡ ἐντός, βιάσασθαι καὶ ἀπερᾱσαι τὸ πλεονάζον», Στράβ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, πιθ. κατά το ρ. ἐπι πολάζω «πλημμυρίζω» (< ἐπιπολή)] … Dictionary of Greek
ἐπεισπολάσασαν — ἐπεισπολάσᾱσαν , ἐπί , εἰσ πολάζω aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)