-
1 μενω
(aor. ἔμεινα, pf. μεμένηκα, эп.-ион. impf. μένεσκον, эп. inf. μενέμεν)1) стоять на месте, стойко держаться(οὐ μένον, ἀλλ΄ ἐφόβηθεν Hom.; τοῖς πολεμίοις τὸ φεύγειν ἢ τὸ μ. αἱρετώτερον Xen.)
2) оказывать сопротивление, выдерживатьοὐκ ἂν δέ μείνειας Μενέλαον ; Hom. — что же ты не сразился с Менелаем?
3) ждать, ожидать, поджидать(Τρῶας ἔμπεδον Hom.; τοὺς ὁπλίτας Xen.; μένον δ΄ ἐπὴ ἕσπερον ἐλθεῖν Hom.)
μένω δ΄ ἀκοῦσαι πῶς ἀγὼν κριθήσεται Aesch. — я жду, чтобы услышать, каков будет исход борьбы4) оставаться, пребывать(ἐν δήμῳ, οἴκοι Hom.; παρὰ ματρί Pind.; εἴσω δόμων Aesch.; ἐν δόμοις Soph.; κατ΄ οἶκον Eur.; μέχρι τῆς σήμερον NT.)
οἱ μείνοντες Xen. — оставленные для несения охраны;μ. ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι Plat. — оставаться при своем намерении;5) оставаться в покое, быть неподвижным(ὥστε στήλη Hom.)
μένοντά τε καὴ φερόμενα Plat. — покоящееся и движущееся;οἱ μένοντες (sc. ἀστέρες) Arst. — неподвижные звезды6) перен. (тж. μ. ἐν ταὐτῷ Plat.) быть незыблемым, быть неизменным, оставаться в силе, длиться(αἱ σπονδαὴ μενόντων Xen.)
μ. ἐπὴ τῷ πολέμῳ Dem. — продолжать войну7) оставаться вдали, быть далеким(ἀπὸ ἦς ἀλόχοιο, ἀπὸ πτολέμοιο Hom.)
8) оставаться бездеятельным, сидеть без дела, бездействовать(ἐπὴ νηυσίν Hom.)
9) ожидать, в смысле предстоять(οὐκ οἶδ΄ οἷά νιν μένει παθεῖν Eur.)
-
2 επιμενω
1) оставаться (еще), медлить, выжидать(εἰ δ΄ ἐθέλεις, ἐπίμεινον Hom.; νεῶν ποίησιν τελεσθῆναι Thuc.)
ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα δύω Hom. — подожди, надену Ареевы доспехи2) ожидать, быть участью, предстоять(τίς ἄρα πότμος ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον ἄνακτα; Eur.)
3) оставаться, пребывать(ἐς αὔριον Hom.; ἐπὴ τῇ στρατιᾷ Xen.; ἡμέρας τινάς NT.)
4) оставаться без изменений, сохранятьсяἐ. ἐπιεικῶς συχνὸν χρόνον Plat. — сохраняться в течение довольно долгого времени
5) оставаться (при чем-л., твердо держаться чего-л.), упорствовать(ἐπὴ τοῦ κακουργήματος Dem.; τῇ ἁμαρτίᾳ NT.)
ἐπέμενε ἐπὴ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Plat. — он твердо и прямо держался на колеснице;ἐ. ἐπὴ τῇ ζητήσει Plat. — упорно продолжать исследование;ἐ. ταῖς σπονδαῖς Xen. — соблюдать перемирие;ἐ. τῷ μέ ἀδικεῖν Xen. — (строго) воздерживаться от несправедливостей;ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος Luc. — так как ветер не утихал6) оставаться на поверхности(τὰ μὲν ἐπιμένει, τὰ δὲ φέρεται κάτω Arst.)
-
3 τόπος
ο1) мёсю;πιάνω τον τόπο — занимать место (в пространстве);
βάζω στον τόπο του — ставить на своё место;
2) местность, край;πατρικός τόπος — родной край;
στον τόπο μας — в наших местах, краях; — у нас на родине;
§ κοινός τόπος — общее место;
αφήνω στον τόπο — убить наповал, сразить;
μένω στον τόπο — внезапно умереть;
επέχω τόπο — быть вместо (кого-л.), замещать (кого-л.);
η παρουσία μου επέχει τόπο απόδειξης — моё присутствие свидетельствует об этом;
επί τόπου — на месте;
λύνω το ζήτημα επί τόπου — разрешить вопрос на месте;
δίνω τόπος της οργής ( — или στην οργή) — подавить гнев, обуздать свой гнев;
πιάνω τόπο — быть израсходованным с пользой; — не пропасть даром
См. также в других словарях:
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
ἐπεξεσμένων — ἐπί , ἐκ , εἰσ μένω stay pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμένω — (AM ἐπιμένω) [μένω] μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.) αρχ. μσν. 1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό «σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek