-
1 ἐπι-κομίζω
ἐπι-κομίζω, hinzubringen, -führen, D. L. 5, 14; τὴν τροφὴν ἐπικομίσασϑαι, mit sich bringen, D. Cass. 50, 11; Heliod. 2, 69.
-
2 κομίζω
Aκομιῶ Od.15.546
, Hdt.2.121.γ, Ar.Ec. 800, etc.; κομίσω only late, as AP6.41 (Agath.): [tense] aor. ἐκόμισα, [dialect] Ep.ἐκόμισσα Il.13.579
,κόμισσα Od.18.322
,κόμισα Il.13.196
; [dialect] Dor.ἐκόμιξα Pi.P.4.159
: [tense] pf.κεκόμικα Hdt.9.115
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. , Th.1.113, etc.; [dialect] Ion. - ιεῦμαι, v. infr. 11.4; late : [tense] aor.ἐκομισάμην Hdt.6.118
, etc.; [dialect] Ep. ἐκομισς- or κομισς-, Od.14.316, Il. 8.284:—[voice] Pass., [tense] fut. - ισθήσομαι Th.1.52, D.18.301: [tense] aor.ἐκομίσθην Hdt.1.31
, Th.5.3, etc.: [tense] pf.κεκόμισμαι D.18.241
: but more freq. in med. sense, v. infr. 11.2: ([etym.] κομέω):—take care of, provide for,τόν γε γηράσκοντα κομίζω Il.24.541
;τόνδε τ' ἐγὼ κομιῶ Od.15.546
;ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17.113
, etc.;κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὢς ἀτίταλλε 18.322
, cf. 20.68: rare in Trag., A.Ch. 262, 344; receive, treat,φιλίως, οὐ πολεμίως κ. Th.3.65
codd.:—more freq. in [voice] Med.,καί σε.. κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Il.8.284
, cf. Od.14.316;Σίντιες.. ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα Il.1.594
;κομίζεσθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν And.1.127
, cf. Is.1.15:—[voice] Pass., οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν not often was he attended to, Od.8.451.2 of things, attend, give heed to,τὰ ο' αὐτῆς ἔργα κόμιζε Il.6.490
, Od.21.350;κτήματα μὲν.. κομιζέμεν ἐν μεγάροισι 23.355
; δῶμα κ., of the mistress of the house, 16.74, etc.;τὸν χρυσόν Hdt.1.153
; ἔξω κ. πηλοῦ πόδα keep it out of the mud, A.Ch. 697:—[voice] Med.,ἔργα κ. Δημήτερος Hes.Op. 393
; Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν store up.., ib. 600.II carry away so as to preserve, Ἀμφίμαχον.. κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν they carried away his body, Il.13.196 (so in [voice] Med., κόμισαί με carry me safe away, 5.359, cf.E.IT 774); of things, τὴν δὲ κόμισσε κῆρυξ the herald took up the mantle, that it might not be lost, Il.2.183; [τρυφάλειαν] κόμισαν.. ἑταῖροι 3.378
, cf. 13.579; later, simply, save, rescue,ἄνδρ' ἐκ θανάτου Pi.P.3.56
;ἄρουραν πατρίαν σφίσιν κόμισον Id.O.2.14
; of the dead, νεκρὸν κ. carry out to burial, E.Andr. 1264, cf. S.Aj. 1397:—in [voice] Med., Is.8.21; also, simply, carry the body home, opp. θάπτω, A.Ch. 683, cf. Hdt.4.71.2 carry off as a prize or booty,χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε Il.2.875
;κόμισσα δὲ μώνυχας ἵππους 11.738
; τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν four victories they won, Pi. N.2.19;ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ' ἀνδρός S.OC 1411
:—in [voice] Med., Orac. ap. Hdt.1.67:—later freq., get for oneself, acquire, gain, δόξαν ἐσθλήν v.l. in E.Hipp. 432; ; ; τὰ ἆθλα αὐτῆς ib. 621d;κ. τί τινος S.OT 580
;τι παρά τινος Th.1.43
;τι ἀπό τινος X.Cyr.1.5.10
; gather in, reap,καρπόν Hdt.2.14
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε you have reaped the fruits, D.18.231;κεκόμισται χάριν Id.21.171
;ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν προῖκα Id.27.14
, cf. Is.5.22; simply, receive, (Halic., iv/iii B.C.); (iii B.C.) ;μισθόν IG42(1).99.24
(Epid., ii B.C.);ἀπ' ἀλλήλων χρείας Phld.D.3
Fr. 84.3 receive a missile in one's body, ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροΐ (sc. τὸν ἄκοντα) Il.14.456, cf. 463:—[voice] Med., ὡς δή μιν σῷ ἐν χροΐ πᾶν κομίσαιο (sc. τὸ ἔγχος) 22.286.4 carry, convey,κόμισαν δέπας 23.699
, cf. Od.13.68, Hdt.5.83, etc.; κομίζοις ἂν σεαυτόν betake thyself, S.Ant. 444:—[voice] Pass., to be conveyed, journey, travel, by land or sea, Hdt.5.43, etc.; εἴσω κομίζου get thee in, A.Ag. 1035, cf. Pr. 394; κ. παρά τινα betake oneself to him, Hdt.1.73: in this sense [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Med. sts. occur,κομιεύμεθα ἐς Σῖριν Id.8.62
;οἳ ἂν κομίσωνται.. ἐς Βαβυλῶνα Id.1.185
;ἔξω κομίσασθ' οἴκων E.Tr. 167
(lyr.).5 bring to a place, bring in, introduce,κόμιζέ νύν μοι παῖδα S.Aj. 530
; import, Pl.R. 370e, etc.; ;κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isoc.11.28
;οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Arist.EN 1096a17
, cf. Metaph. 990b2:—in [voice] Med., [τὸν ἀνδριάντα] ἐπὶ Δήλιον Hdt.6.118
;ποίμνας ἐς δόμους S.Aj.63
, cf. Ar.V. 833.6 conduct, escort, τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ' ἔσω; S.OT 678 (lyr.), cf. Ph. 841 (hex.), Th.7.29, Pl.Phd. 113d, etc.; κ. ἐξ ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε take her from my sight, E.Alc. 1064;κ. ναῦς Th.2.85
;ἄρχοντα Id.8.61
.7 bring back from exile, Pi.P.4.106 (dub.); τεὰν ψυχὰν κ. (from the world below), Id.N.8.44;πάλιν κ. Pl.Phd. 107e
, etc.8 get back, recover, Pi.O.13.59;τέκνων.. κομίσαι δέμας E.Supp. 273
(hex.), cf. 495:—[voice] Med., get back for oneself, , cf. IT 1362;τὴν βασιλείαν Ar.Av. 549
;τοὺς ἄνδρας Th.1.113
, cf. 4.117;τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κ. Id.6.103
;τὰ πρέποντα Id.4.98
;ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isoc.8.22
; esp. of money, recover debts, etc., Lys.32.14, And.1.38, D.4.7, etc.;διπλάσια Lys.19.57
;τόκους πολλαπλασίους Pl.R. 556a
, etc.;κ. τιμωρίαν παρά τινος Lys.12.70
; κ. τὴν θυγατέρα take back one's daughter (on the death of her husband), Is.8.8.9 metaph., rescue from oblivion,ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν Pi.N.6.30
.10 bring, give,θράσος.. ἀνδράσι θνῄσκουσι κ. A.Ag. 804
(anap.):—[voice] Act. and [voice] Med. combined, χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται gives all things and gets them back again, Men.Mon. 539, cf. 89, 668.12 Medic., extract, remove, Gal.2.632.III [voice] Pass., come or go back, return, Hdt.4.76,al.;ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Th.2.33
, cf. 73;κομισθεὶς οἴκαδε Pl.R. 614b
. -
3 ἐπικομίζω
ἐπι-κομίζω, hinzubringen, -führen; τὴν τροφὴν ἐπικομίσασϑαι, mit sich bringen -
4 επεκόμιζον
ἐπί-κομίζωtake care of: imperf ind act 3rd plἐπί-κομίζωtake care of: imperf ind act 1st sg -
5 ἐπεκόμιζον
ἐπί-κομίζωtake care of: imperf ind act 3rd plἐπί-κομίζωtake care of: imperf ind act 1st sg -
6 επικομιζω
-
7 επεκομίζετο
-
8 ἐπεκομίζετο
-
9 επεκομίζοντο
-
10 ἐπεκομίζοντο
-
11 επεκομίσατο
-
12 ἐπεκομίσατο
-
13 επεκόμισεν
-
14 ἐπεκόμισεν
-
15 συνεπικομίζηται
σύν, ἐπί-κομίζωtake care of: pres subj mp 3rd sgσύν-ἐπικομίζωbring: pres subj mp 3rd sg
См. также в других словарях:
ἐπεκόμιζον — ἐπί κομίζω take care of imperf ind act 3rd pl ἐπί κομίζω take care of imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκομίζετο — ἐπί κομίζω take care of imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκομίζοντο — ἐπί κομίζω take care of imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκομίσατο — ἐπί κομίζω take care of aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκόμισεν — ἐπί κομίζω take care of aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπικομίζηται — σύν , ἐπί κομίζω take care of pres subj mp 3rd sg σύν ἐπικομίζω bring pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek
επαναφέρω — (AM ἐπαναφέρω) νεοελλ. 1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω 2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη») 3. θέτω εκ νέου, προβάλλω μσν. ζωντανεύω, ανασταίνομαι αρχ. μσν. συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου αρχ. 1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον… … Dictionary of Greek
προκομίζω — Α [κομίζω] 1. φέρνω μπροστά, προσάγω 2. παθ. προκομίζομαι α) φέρομαι, οδηγούμαι σε ένα μέρος και κυρίως σε ασφαλή τόπο β) φέρομαι επάνω στους ώμους («νεκρόν τι... παιδίον ἐς τὸν Ἰσθμὸν ἐπὶ δελφῑνος... προκομισθήναι», Λουκ.). γ) φέρομαι σε πομπή … Dictionary of Greek