-
1 επικλινης
21) наклонный, покатый(χωρίον Thuc.)
2) отвесный, крутой(λόφος Plut.)
ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. — палками заставить кого-л. стремглав бежать -
2 ανιστημι
(fut. ἀναστήσω - эп. ἀνστήσω, aor. 1 ἀνέστησα - эп. ἄνστησα) тж. med. с aor. 2, pf. и ppf. act.1) поднимать, помогать или велеть встать(τινὰ χειρός Hom.; ἐξ ἕδρας Soph.; ἐκ τῆς κλίνης Plat.; ἄροτρον ἀνίστησι βώλους Plut.)
ὀρθόν τινα ἀ. Xen. — ставить кого-л. на ноги;ἀ. τινὰ ἔνερθεν ὄντα Soph. — поднимать падшего;ἀκούσας ἀνίστησι αὐτόν Thuc. — выслушав (просящего), он велел ему встать;ἀ. τινὰ ἐπὴ τὸ βῆμα Plut. — приглашать кого-л. на трибуну, давать кому-л. слово;med. — подниматься, вставать (πάντες ἀνέσταν Hom.):ἀναστὰς εἶπε Eur. — поднявшись, он сказал;ἀνίστατο εἰς οἴκημα Plat. — он встал и вошел в помещение;ἀναστῆναι ἐκ τῆς νόσου Her., Plat.; — оправляться от болезни, выздоравливать;ἀναστάντες Thuc. — выздоровевшие2) поднимать от сна, будить(τινά Hom.)
ἀ. τινὰ εἰς ἐκκλησίαν Arph. — будить кого-л. к собранию;med. — просыпаться, вставать (ἐξ εὐνῆς Hom.):κατακοιμηθέντες οὐκέτι ἀνέστησαν Her. — заснув, они больше не вставали3) пробуждать, воскрешать(λόγοισι τὸν θανόντα Aesch.; δεινέν νόσον Soph.)
; med. воскресатьἀνεστηκὼς παρὰ τῶν πλειόνων Arph. — привидение, явившееся с того света4) восстанавливать, отстраивать(τείχη Dem.; θεῶν τιμάς Eur.; Μακεδονίαν εἰς τὸ παλαιὸν ἀξίωμα Plut.)
πρὸς τὸ ἀνασταθῆναι τι τῶν κατεφθαρμένων Polyb. — для восстановления чего-л. из разрушенного5) (тж. med. в aor. 1) воздвигать, возводить, сооружать(στήλην Her.; πόλιν Her., Plut.; πύργον Xen.; τρόπαιον Plat., Plut.)
ἀναστῆσαί τινα χαλκοῦν Plut. — воздвигнуть кому-л. медную статую6) выставлять, собирать (для войны)(στρατόν Thuc.)
τοὺς άναστήσας ἄγεν Hom. — он собрал их и привел;πρόμον ἀ. τινί Hom. — выставить единоборца против кого-л.;ἀναστῆσαί τινα ἐπὴ τήν κατηγορίαν τινός Plut. — выдвинуть кого-л. в качестве чьего-л. обвинителя;ἀναστήσασθαί τινα μάρτυρα Plat. — выставлять кого-л. в качестве своего свидетеля7) выставлять на продажу или на показ(παρθένους Her.)
8) поднимать, призывать, подстрекать(τινά τινι Hom.; ἔθνη Παιονικά Thuc.)
9) охот. поднимать, вспугивать(τὰ θηρία Xen.)
10) перемещать, выселять, переселять(δῆμους Her.; Αἰγινήτας ἐξ Αἰγίνης Thuc.)
ἀ. τὸ στρατόπεδον Polyb. — снять лагерь, вывести войска;ἥ Ἑλλὰς οὐκέτι ἀνισταμένη Thuc. — Эллада, население которой перестало кочевать;χώρα ἀνασταθεῖσα Dem. — страна, население которой выселено11) распускать, закрывать(τέν ἐκκλησίαν Xen.)
ἐπειδὰν ἀναστῇ τὸ δικαστήριον Dem. — после закрытия судебного заседания12) отзывать, отвлекать(τινὰ ἔκ и ἄπό τινος Dem.; πραγματα νεώτερα ἀνίστησι τινα Plut.)
13) изгонять, разгонять(τινάς Hom.; πολεμίους Plut.)
14) med. возникать, рождагься(ὅ ποταμὸς ἐκ τῶν ὀρῶν ἀνιστάμενος Plut.)
15) med. подвергаться разорению или разрушению(χώρα ἀνεστηκυῖα Her.; πόλις ἀνέστηκεν δορί Eur.)
16) начинать, предпринимать(πόλεμον ἐπί τινα Plut.)
-
3 καθιημι
ион. κᾰτίημι (fut. καθήσω, aor. καθῆκα - эп. καθέηκα, pf. καθεῖκα, inf. aor. καθεῖναι, part. καθείς; med.: praes. καθίεμαι, fut. καθήσομαι, aor. καθείμην, pf. καθεῖμαι)1) посылать (вниз), сбрасывать, свергать(κεραυνὸν χαμᾶζε, ὑψόθεν ἐέρσας Hom.; ὅπλα εἰς ἅλα Eur.)
2) опускать, бросать, забрасывать(ἄγκυραν Her.; δίκτυα Arst.; ὀθόνην ἐπὴ τῆς γῆς NT.)
σκῶμμα ἐπί τινα κ. Luc. — отпустить шутку на чей-л. счет;κ. τὰ σκέλη ἀπὸ τῆς κλίνης ἐπὴ τέν γῆν Plat. — спустить ноги с кровати на землю;κ. τὰς κώπας Thuc. — бросить весла, перестать грести;κ. δόρατα (тж. εἰς προσβολήν) Xen. — опустить копья для атаки, т.е. взять на изготовку;κ. γνώμας Arph. — опускать (в урну, т.е. подавать) голоса3) погружать(κοντόν ἐς τέν λίμνην Her.; τινὰ εἰς ὕπνον Eur.)
κ. ἑαυτόν — погружаться, опускаться, бросаться (εἰς ἅλα Eur.; εἰς τὸ βαθύ Arst.)4) лить, выливатьσπονδὰς κ. Eur. — совершать возлияния;
οἶνον λαυκανίης κ. Hom. — проглотить вино5) med. пускаться, направляться, идти войной(ἐς πᾶσαν τέν Ἑλλάδα Her.)
6) распускать(κόμας εἰς ὤμους Eur.)
7) отпускать, отращивать(πώγωνα Arph., med. Plut.)
καθειμένος βοστρύχους Luc. — с ниспадающими кудрями8) (sc. ἑαυτόν) спускаться(μέχρι τοῦ μέσου Plat.)
9) опускаться(ἐς γόνυ Plut.)
10) продолжать, протягивать, проводить, доводитьοὐ καθεῖτο τὰ τείχη ὥσπερ νῦν Thuc. — стены не были доведены до того места, где они теперь;
ὄρη πρὸς τέν θάλατταν καθειμένα Plat. — горы, простирающиеся до моря11) (вы)пускать на арену, посылать на состязание(ἅρματα ἑπτά Thuc.; ζεύγη Isocr.)
12) представлять на конкурс, ставить на сцену(τέν πρώτην διδασκαλίαν Plut.)
13) выставлять, выдвигать(πρόφασιν Arph.)
14) (sc. ἑαυτόν) принимать участие, вступать(εἰς ἀγῶνα Plut.; ἐς τοὺς ἀγῶνας Luc.)
См. также в других словарях:
θεοκλινής — θεοκλινής, ές (Μ) αυτός που γίνεται με γονυκλισία προς τον θεό («θεοκλινεῑς προσευχαί», Στουδ. θεοδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. επι κλινής, κατα κλινής … Dictionary of Greek
μεσοκλινής — ές (για εδάφη ή οδοστρώματα) αυτός που παρουσιάζει κλίση από τα άκρα προς το μέσο, σε αντιδιαστολή προς τον αμφικλινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. αμφι κλινής, επι κλινής] … Dictionary of Greek
υποκλινής — ές / ὑποκλινής, ές, ΝΑ νεοελλ. (για πρόσ.) 1. αυτός που υποκλίνεται σε ένδειξη σεβασμού 2. (κατ επέκτ.) περιποιητικός αρχ. αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, υπήκοος. επίρρ... ὑποκλινῶς Α με τρόπο υποκλινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλινής… … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
ομοκλινής — ές (Α ὁμοκλινής, ές) νεοελλ. φρ. α) «ομοκλινής δομή» γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία β) «ομοκλινής ράχη» (γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό ή μέτωπο στη μία πλευρά και… … Dictionary of Greek
συγκλινής — ές, Α αυτός που κλίνει μαζί με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ Αἴαντι» ο συνασπισμός εναντίον τού Αίαντος, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλίνης (< κλίνω), πρβλ. επι κλινής] … Dictionary of Greek
LECTICA — ex lectus, quod in co pulvinar et lectulus stratus erat: Gr. φορεῖον, κλίνη, in vario antiquis usu fuit: Bithynorum inventum, ut ex Cic. l. 5. in Verrem colligitur, Nam, ut mos fuit Bithyniae Regibus, Lectica octophoro ferebatur. Adhibita volupta … Hofmann J. Lexicon universale
επικλινής — ές (AM ἐπικλινής) 1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.) 2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω μσν.… … Dictionary of Greek
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek