-
1 επικλαζω
См. также в других словарях:
επικλάζω — ἐπικλάζω (Α) κάνω θόρυβο, κλαγγή, βροντώ («αἴσιον δ’ ἐπὶ οἱ... Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλάζω «κάνω θόρυβο, φωνάζω»] … Dictionary of Greek
ἐπικλάγξας — ἐπικλάγξᾱς , ἐπί κλάζω make a sharp piercing sound aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)