-
1 ἐπι-κηρῡκεύομαι
ἐπι-κηρῡκεύομαι, dep. med., Einem durch einen Herold Etwas sagen lassen, mit ihm unterhandeln, bes. über den Frieden, Ar. Th. 336; feierlich verkündigen, 1163; ἐπεκηρυκεύετο Πεισιστράτῳ εἰ βού-λοιτό οἱ τὴν ϑυγατέρα ἔχειν γυναῖκα, er machte dem Pis. den Antrag, ob er wolle, Her. 1, 60; τινί τι, 6, 97; πρός τινα, 9, 87, wie Dem. Lpt. 52; τινί, Thuc. 3, 101, wie ἐπικηρυκεύσασϑαι Plat. Menex. 243 b; Isocr. 4, 157; Dem. 32, 24 u. Folgde; περί τινος, D. Sic. 14, 75; ὑπέρ τινος, Paus. 4, 8, 13; mit dem inf., καὶ τὸ Βυζάντιον ἐπεκηρυκεύετο αὐτοῖς ἀποστῆναι, er verhandelte mit ihnen über den Abfall, Thuc. 8, 80; vgl. ἐπικηρυκευόμενον πρὸς αὐτόν, ὥστε μὴ ἀπανίστασϑαι 7, 49. – Als Herold kommen, Pol. 21, 13, 1. – Das pass., bei Plut. Them. 26, διακοσίων ἐπικηρυκευομένων, ist zw. Lesart für ἐπικεκηρυγμένων. Das act. findet sich einzeln bei Sp., wie 11. Cass. 49, 24.
-
2 ἐπικηρῡκεύομαι
ἐπι-κηρῡκεύομαι, einem durch einen Herold etwas sagen lassen, mit ihm unterhandeln, bes. über den Frieden; feierlich verkündigen; ἐπεκηρυκεύετο Πεισιστράτῳ εἰ βού-λοιτό οἱ τὴν ϑυγατέρα ἔχειν γυναῖκα, er machte dem Pis. den Antrag, ob er wolle; mit dem inf., καὶ τὸ Βυζάντιον ἐπεκηρυκεύετο αὐτοῖς ἀποστῆναι, er verhandelte mit ihnen über den Abfall. Als Herold kommen -
3 επικηρυκευομαι
1) посылать вестникаἐ. περί τινος Diod. — высылать вестника для переговоров о чем-л.2) сообщать через вестника(τινί τι Thuc.)
3) спрашивать через вестника(ὅ Μεγακλέης ἐπεκηρυκεύετο Πεισιστράτῳ εἰ βούλοιτο … Her.)
4) посылать вестника для переговоров о мире(τινι Thuc.; ἐπικηρυκευσάμενοι ἐποιήσαντο συνθήκας Plut.)
5) возвещать, объявлять во всеуслышание(ταῦτα Arph.)
ἐπικηρυκευομένων ἀπὸ τῶν δυνατωτάτων ἀνδρῶν Thuc. — так как они были оповещены (об этом, т.е. приглашены) от имени руководящих лиц6) вести переговоры (вообще), договариваться(τινι Dem.)
7) являться в качестве вестника, приходить послом(ἧκε ἐπικηρυκευόμενος παρ΄ Ἀντιόχου Polyb.)
См. также в других словарях:
επικηρυκεύομαι — ἐπικηρυκεύομαι (Α) (αποθ.) 1. αναγγέλλω, γνωστοποιώ με κήρυκα 2. αναγγέλλω δημόσια 3. διαπραγματεύομαι με αντιπροσώπους («αὐτίκα τε ἐπεκηρυκεύοντο πρὸς Παυσανίην οἱ Θηβαῑοι θέλοντες ἐκδιδόναι τοὺς ἄνδρας», Ηρόδ.) 4. διαπραγματεύομαι με πρέσβεις… … Dictionary of Greek