-
1 επιθυμητικος
См. также в других словарях:
καταθυμητικός — καταθυμητικός, ή, όν (Α) επιθυμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμητικός (< θύμηση) (πρβλ. επι θυμητικός < επι θύμηση)] … Dictionary of Greek
1 επιθυμητικος
καταθυμητικός — καταθυμητικός, ή, όν (Α) επιθυμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμητικός (< θύμηση) (πρβλ. επι θυμητικός < επι θύμηση)] … Dictionary of Greek