-
1 επιζεω
(fut. ἐπιζέσω, aor. ἐπέζεσα)1) кипеть, вскипать, закипать, бурлить(κλύδων ἐπιζέσας Plut.; перен. χολέ ἐπιζεῖ Arph.)
ἥ νεότης ἐπέζεσε Her. — юношеский дух вскипел2) разгораться, вспыхивать(θυμάλωψ ἐπέζεσεν Arph.; перен. ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους Luc.)
κέντρα ἐπιζέσαντα Soph. — жгучие жала;δεινόν τι πῆμα Πριαμίδαις ἐπέζεσε θεῶν ἀναγκαῖον τόδε Eur. — божественный рок обрушился страшным бедствием на потомков Приама3) кипятить(χάλκεον λέβητα πυρί Eur.)
См. также в других словарях:
επίζεμα — ἐπίζεμα, τὸ (Α) υγρό που βράζει ή έχει βράσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζέμα (< ζέω «βράζω»)] … Dictionary of Greek
επιζέννυμι — ἐπιζέννυμι (Α) βράζω, θερμαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζέννυμι, μτγν. παράλλ. τ. τού ζέω «βράζω»] … Dictionary of Greek
ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος — ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος, ον (Α) (κωμικό επίθ. για πλακούντα, πίτα) αυτός που έχει ψηθεί στο λάδι, ωσότου αποκτήσει ξανθό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + ξανθός + επί + παν + καπυρούμαι «ξηραίνομαι,… … Dictionary of Greek
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek