-
1 επιεικης
21) надлежащий, умеренный(τύμβος οὐ μάλα πολλός, αλλ΄ ἐ. Hom.)
2) достаточный, подобающий(ἀμοιβή τινος Hom.)
ὡς ἐπιεικές Hom. — как следует, как должно быть3) удобный, благовидный(πρόφασις Thuc.)
4) удобопроходимый(ὁδός Plut.)
5) правильный, справедливый, разумный(γνώμη Arph.; λόγος Plat.)
ὁμολογίᾳ ἐπιεικεῖ Thuc. — на приемлемых условиях6) способный, одаренный(παῖς Her.)
7) даровитый, дельный, хороший(τριήραρχος Xen.)
8) нравственно чистый, добродетельный(ἄνδρες, ἡδοναί Arst.)
9) благожелательный, снисходительный, добрыйτοὐπιεικές = τὸ ἐπιεικές и τἀπιεικῆ Arph., Plat., Arst. — доброта, кротость;
τῶν δικαίων τὰ ἐπιεικέστερα προτιθέναι Her. — отдавать предпочтение доброте перед (формальной) справедливостью
См. также в других словарях:
αεικής — ἀεικὴς και αττ. αἰκής, ές (Α) 1. ανάρμοστος, ακατάλληλος, υβριστικός, απρεπής 2. ευτελής, ασήμαντος, τιποτένιος 3. επιβλαβής, θανατηφόρος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀεικές ακατάλληλα, άπρεπα 5. φρ. «οὐδὲν ἀεικές έστι», δεν είναι καθόλου παράδοξο που… … Dictionary of Greek
μενοεικής — μενοεικής, ές (Α) 1. (συν. για τροφή) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, ευάρεστος («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», Ομ. Οδ.) 2. άφθονος, αρκετός («μενοεικέα ὕλην» άφθονα ξύλα, Ομ. Ιλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
προσεικής — ές, Α 1. προσείκελος* 2. κολακευτικός, θωπευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εικής (< ΙΕ ρ. *weik «αληθεύω, μοιάζω», πρβλ. εἰκ ών, εἴκ ελος, ἔοικα), πρβλ. επι εικής] … Dictionary of Greek
επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα … Dictionary of Greek