-
1 διδωμι
(δῐ) (impf. ἐδιδων, fut. δώσω, aor. 1 ἔδωκα - pl. ἔδομεν, pf. δέδωκα, imper. δίδου - aor. 2 δός, conjct. διδῶ aor. 2 δῶ, opt. διδοίην - aor. 2 δοίην; pass.: fut. δοθήσομαι, aor. ἐδόθην, pf. δέδομαι)1) давать(τινί τι Hom., Thuc. etc.)
δοῦναι ἐς χεῖρας λαβεῖν Soph. — передать в руки;δ. καὴ λαμβάνειν Plat., Anth.; — давать и принимать (взамен), т.е. обмениваться;δοῦναι καὴ λαβεῖν λόγον Arst. — высказать свои доводы и выслушать чужие;δ. ὅρκον Isae., Arst., Dem.; — давать клятву;δ. ψῆφον Dem. — подавать (свой) голос, голосовать;δ. γνώμην Dem. — высказывать (свое) мнение;δ. τὰς εὐθύνας Arst. — давать отчет;τῇ δοθείσῃ δυνάμει τὸ δοθὲν βάρος κινῆσαι δυνατόν ἐστι Plut. — (Архимед сказал, что) с помощью данной (т.е. любой) силы можно сдвинуть любую тяжесть;δ. ἀκοήν τινι Soph. — выслушивать кого-л.2) отдавать, передавать(τινὰ κυσίν Hom.)
δ. τινὰ πυρὴ δαπτέμεν Hom. — выдать чьё-л. тело для предания сожжению;δ. ἑαυτόν τινι Her., Thuc., Soph., Xen.; — отдать себя в чьё-л. распоряжение;ὀδύνῃσι или ἀχέεσσι δ. τινά — обречь кого-л. на муки;δ. ἑαυτὸν τοῖς δεινοῖς Dem. и εἰς κινδύνους Polyb. — подвергать себя опасностям;δ. ἑαυτὸν εἰς ἔντευξιν Polyb. — вступить в беседу;δ. ἑαυτὸν εἰς λῃστείας καὴ καταδρομάς Diod. — предаться разбою и набегам;δοῦναι ἑαυτὸν ἀπό τινος ἐπί τι Plut. — перейти от чего-л. к чему-л.;δοῦναι ἑαυτὸν φρονεῖν Plut. — принять самоуверенный вид3) передавать, вручать(τί τινι φορῆναι Hom.)
4) культ. приносить(ἱρὰ θεοῖσιν Hom.)
5) давать, ниспосылать(νίκην τινί Hom.; πημονὰς βροτοῖς Aesch.)
ἥ τύχη ἥ εὖ διδοῦσα Soph. — благодетельная судьба;τούτῳ εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί! Aesch. — да пошлют ему боги счастья!;δίδοτε, καὴ δοθήσεται ὑμῖν NT. — давайте, и дастся вам6) давать, предоставлять, позволитьδὸς τίσασθαι Ἀλέξανδρον Hom. — дай (мне) отомстить Александру;δέδοται ὑπὸ τοῦ νόμου πράττειν Plat. — законом разрешается делать (это);ἃ εἴ μοι δίδως Plat. — если ты согласен со мною в этом;εἴτε δῴη τις αὐτοῖς τοῦτο Arst. — если даже уступить им в этом;δ. δίοδον ὑγρῷ Arst. — давать (свободный) выход влаге7) преподавать(τέχνην ῥητορικήν Plat.)
μουσικέ ἐκείνοις ἐδόθη Plat. — они обучены музыке8) выдавать замуж(θυγατέρα τινί Hom. и θυγατέρα τινὴ γυναῖκα Her.)
ἐδίδοσαν καὴ ἤγοντο ἐξ ἀλλήλων Her. — они выдавали (дочерей) замуж и женились в своей среде;ὅ δούς Eur. и ὅ διδούς Anth. — выдающий замуж (свою дочь), т.е. тесть;τέν Σάμηνδ΄ ἔδοσαν Hom. — ее выдали замуж в Самос;δοθῆναι πρὸς γάμον Plut. — быть выданной замуж9) отпускать, прощать(τινί τι Eur., Xen., Dem.)
10) соглашаться дать(ὁμήρους Her.)
Ἱππίῃ ἐδίδου Ἀνθεμοῦντα, ὅ δὲ οὐκ αἱρέετο Hom. — Гиппию он предложил Антемунт, но тот не принял11) (sc. ἑαυτόν) предаваться(ἡδονῇ Eur.; εἰς δημοκοπίαν Diod.)
-
2 επιδιδωμι
(fut. ἐπιδώσω)1) (также или сверх того) давать, отдавать, передавать(τινί τι Hom. etc.)
ἐπιδοῦναι ἑαυτὸν σφαγιάσασθαι Plut. — отдать себя на заклание2) (тж. προῖκα ἐ. Dem., προῖκα ἐν τοῖς γάμοις ἐ. Plat., φερνέν ἐ. Xen. и εἰς φερνέν ἐ. Plut.) давать в приданое(μείλια θυγατρί Hom.; τριάκοντα μνᾶς ἑκατέρᾳ, sc. ἀδελφῇ Lys.)
3) ( в отличие от εἰσφέρω) добровольно вносить, жертвовать(τριακοσίας δραχμάς Isae.; μεγάλας ἐπιδόσεις Dem.)
4) даровать, придавать(εὐμάρειαν χεροῖν Eur.)
5) передавать, вручать(ἐπιστολήν τινι Diod., Plut.)
ψῆφον ἐ. τοῖς πολίταις Plut. — призвать граждан к голосованию6) med. брать в свидетели(θεούς Hom.)
7) med. чтить подношениями(θεάν Hom. - v. l. ἐπιβοάομαι)
8) (тж. ἐ. ἐπὴ τὸ μεῖζον Thuc. и εἰς αὔξησιν Arst.) увеличиваться, расти, разрастаться, возрастать(ἐς ὕψος Her.; εἰς ἰσχύν Plut.)
ἐ. ἐπὴ τὸ βέλτιον Plat. и εἰς τὸ βελτίων εἶναι Arst. — становиться лучше;ἐ. ἐς τὸ ἀγριώτερον Thuc. — все более раздражаться;ἐς τὸ μισεῖσθαι ἐπιδεδωκέναι Thuc. — навлечь на себя еще большую ненависть9) предаваться, отдаваться(εἰς τὸ οἰκεῖον ἔργον Arst.)
10) делать успехи, преуспевать(πρὸς ἀρετήν Plat., Isocr.; πρὸς εὐδαιμονίαν Isocr.)
См. также в других словарях:
ευεπίδοτος — εὐεπίδοτος, ον (Α) αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι δοτός (< επι δίδωμι), πρβλ. αν επί δοτος] … Dictionary of Greek
θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… … Dictionary of Greek
παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… … Dictionary of Greek
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… … Dictionary of Greek
δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… … Dictionary of Greek